Ο Ιωάννης Νεραντζής, συγγραφέας ήδη μιας εξαιρετικής Διδακτορικής Διατριβής για τη «Χώρα των Αιτωλών» στην αρχαιότητα, είχε την πολύ καλή ιδέα να επεκτείνει τα ενδιαφέροντα του ως προς τον χρόνο και να τα συγκεκριμενοποιήσει ως προς τον χώρο, επιλέγοντας αυτήν τη φορά την πόλη της Ναυπάκτου.
Επιχειρώντας το, εισάγει για μια ευρεία χρονική κλίμακα τη χρήση της Ιστορικής Αρχαιολογίας -έναν κλάδο που συνεχώς αναπτύσσεται- στη μελέτη του αντικειμένου του, δηλαδή την πόλη της Ναυπάκτου, διασχίζοντας έτσι τα παραδοσιακά όρια μεταξύ Αρχαιολογίας και Ιστορίας, καθώς και τα όρια -από τα οποία τόσο έχουμε υποφέρει μεθοδολογικά-μεταξύ αρχαίας, υστεροβυζαντινής, μεσαιωνικής και νεώτερης ιστορίας,
Η πόλη της Ναυπάκτου και η χώρα της, μας προσφέρονται χάρη στη μέθοδο του κ. Ι. Νεραντζή -αυτή της ανάλυσης και σύνθεσης των ποσοτικών δεδομένων- σε μια βαθιά προοπτική χρόνου, και χάρη στη χρήση όλων των δυνατών πηγών.
Η αρχαία γραμματολογία, οι επιγραφές, τα τοπωνύμια, τα αρχαιολογικά τεκμήρια (και άρα οι φάκελοι των ανασκαφών), τα νομίσματα, οι μεσαιωνικοί συγγραφείς και οι μεσαιωνικές πηγές, οι χάρτες, παύοντας να αποτελούν τεκμήρια επιμέρους ειδικοτήτων, συνθέτονται για να φωτίσουν ένα μοναδικό αντικείμενο, την ιστορία της πόλης της Ναυπάκτου στη διαχρονία των πηγών της.
Είναι γνωστό, και το διαπιστώνουμε συχνά, σε πόσες λανθασμένες ερμηνείες μπορεί να οδηγήσει το ότι οι ιστορικοί συχνά εργάζονται ερήμην των αρχαιολογικών πορισμάτων ενόσω οι αρχαιολόγοι συγκρατούν από την ιστορία μόνο ό,τι ενδιαφέρει για τη χρονολόγηση των μνημείων ή την ταύτιση των προσώπου. Οι πρώτοι επιμένουν στις κυρίως αφηγηματικές πηγές τους και στα συνήθως αποσπασματικά αρχεία τους, οι δεύτεροι στην αναγνώριση και την ταύτιση των μνημείων τους. Ωστόσο η ανάπτυξη ενός από κοινού στοχασμού μεταξύ των δύο ειδικοτήτων, καθώς και η καλύτερη χρήση των ποσοτικών δεδομένων των αρχαιολογικών ανασκαφών θα οδηγούσε σε μια ακριβέστερη εικόνα των χρήσεων του χώρου και άρα της οικονομίας και της κοινωνίας.
Το εγχείρημα του κ. Ιωάννη Νεραντζή μας οδηγεί ακριβώς σ αυτήν την κατεύθυνση. Μπορούμε συγκεκριμένα να παρακολουθήσουμε τις διαδοχικές εγκαταστάσεις και χρήσεις των χώρων, την αλλαγή της αντίληψης για την πόλη, τις συρρικνώσεις και τις επεκτάσεις ανάλογα με την πολιτική κατάσταση, τις συμβολικές εγκαταστάσεις των εξουσιών και των ανθρώπων τους. Ο κ. Ι. Νεραντζής, συγκεντρώνοντας αυτό το πλούσιο υλικό προσφέρει στην ιστορική έρευνα ένα έτοιμο προς ανάγνωση φάκελο, τον οποίο είμαστε σίγουροι ότι αυτή θα αξιοποιήσει.
Επιπλέον όμως, και δεν θεωρούμε δευτερεύουσα αυτή του τη συνεισφορά, με το υλικό που συγκεντρώνει, ανοίγει μια ευκολότερη πρόσβαση στην τοπική ιστορία προς όφελος των καθηγητών, μαθητών και εν γένει τον μορφωμένου κοινού. Αν αναλογιστούμε πόσο λίγο είναι γνωστή η ιστορία των περιφερειών μας και των πόλεων μας στο ευρύτερο κοινό, καταλαβαίνουμε εύκολα το έλλειμμα πολιτισμού που παρατηρούμε καθημερινά στις κοινωνικές και ειδικά τις πολεοδομικές συμπεριφορές των πολιτών αλλά και της ίδιας της δημόσιας διοίκησης. Η υιοθέτηση του παρελθόντος ως παράγοντα στη διαμόρφωση πολιτικών για την καθημερινή και την οικονομική ζωή, υιοθέτηση που είναι σήμερα απαραίτητη για πολλούς λόγους και κυρίως οικονομικούς, δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη γνώση του και κυρίως τον σεβασμό προς αυτό.
Τέλος η ίδια η Ναύπακτος, πόλη μακράς ιστορίας, άξιζε τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή εκ μέρους των ιστορικών αφού συχνά δεν τη συνάντησε από τους ίδιους τους κατοίκους της. Ο κ. 1. Νεραντξής τής την έδωσε.