ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Η Χρυσούλα Σπυρέλη γεννήθηκε
στον Άγιο Βλάση Αιτωλοακαρνανίας και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες
σπουδές της στη Ναύπακτο. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών και πήρε διδακτορικό δίπλωμα στο Πανεπιστήμιο
Ιωαννίνων. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντά της εστιάζονται στη
νεοελληνική λογοτεχνία (μεσοπόλεμος, μεταπόλεμος) και κυρίως σε
θέματα γύρω από την ποίηση. Έχει εκδώσει διάφορα βιβλία, ενώ παράλληλα
συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά όπου και δημοσιεύει ποιήματα,
κριτικά δοκίμια, μελέτες, άρθρα και βιβλιοκρισίες.
Ποιήματά της έχουν περιληφθεί σε ηλεκτρονικές και έντυπες ανθολογίες και
παράλληλα έχουν κυκλοφορήσει 4 ποιητικές συλλογές της: 1). Τηλε-φάος,
εκδόσεις Πασχέντη 2002. [τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο της Ένωσης
Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών]. 2). Χρωματιστές
Ενδείξεις, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011. 3). «Ύπνε
που παίρνεις τα παιδιά πάρε και τον Πατέρα», εκδόσεις Γράμμα 2016.
4) Οι στίχοι της Ανήλιαγης,
εκδόσεις Γαβριηλίδης 2019.
Περισσότερα
βλέπε :
biblionet@ekebi.gr
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ ΣΠΥΡΕΛΗ
Ένα
ποίημα για τη Μεγάλη Παρασκευή του 1944 στο Αγρίνιο
ΠΛΑΤΕΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ
Προσωπιδοφόροι * μες στον άλλον αιώνα
τις θηλιές ετοιμάζουν
(Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί)
Ξημέρωμα
Μεγάλης Παρασκευής.
σβήνει της μάνας η κραυγή
παίρνει την πάχνη της αυγής
λιώνει και γίνεται σιωπή.
Τρία κυπαρίσσια κόβονται κανείς να μη θυμάται…
Τον Πάνο Σούλο,
τον Χρήστο το Σαλάκο
τον Αβράμ, ακίνητο, τον Αναστασιάδη…
Το κρεμασμένο σώμα του
μες τη θολή φωτογραφία
το
ταξιδεύει ακόμα ο καιρός
Ανυπεράσπιστο.
v
Και μη ρωτάς
γιατί βουβή, γυρνάει η πόλη, χρόνια τώρα…
Άνδρες – γυναίκες, νέοι και γέροι,
κουτρίζοντας
μεταλλαγμένα έντομα βομβώδη
πάνω στης ιστορίας την αναποδογυρισμένη οθόνη.
Ένα παιδί ξυπόλυτο θα είναι ο μόνος θεατής
Το ίδιο πάντα το παιδί. Για να περνάει τους
στίχους του
κάτω
απ’ την αγχόνη.
Χρυσούλα Σπυρέλη,
Οι Στίχοι της Ανήλιαγης,
εκδόσεις Γαβριηλίδης 2019,[Ενότητα : «Εντόπια Αυτοψία»] σελ.
49.
***
Γυναίκα της Αιτωλίας Αετού φτερό, ζύγι στον Άνεμο Ψηλή Πλευρώνα… Του βασιλιά Ανήλιαγου ερωμένη σ’ αρχαίο σκαλί για την αγάπη που δεν μπόρεσα να κρύψω στέλνω μι’ αχτίδα Φως, και την τελειώνω… Ίχνη πολέμου στη γειτονιά σου αχ Καλυδώνα… Χολωμένη μάνα για την αγάπη του αδερφού μου καίω δαυλό και παίρνω τη ζωή του γιου μου. Βουή στον Εύηνο κι οι άνδρες που ‘ρχονται απ’ τα ποτάμια, δρακόντων ανάσες, χιτώνες σκισμένοι φιλιά δηλητήριο Βία και Νάρκισσοι χέρι με χέρι. Φωτιά τριάδα, τ’ αρσενικού ο θάνατος στοιχειό στα κάστρα πηγαινοέρχεται Δηιάνειρα, Αλθαία, Μαινάδα! Αγκομαχώ στη θηλυκιά μου τη σπορά Κρίνα κι ασφόδελοι ολόγυρά μου. Χρυσούλα Σπυρέλη 2001 ΝΑΥΠΑΚΤΟΣ Οι αυτοί χαϊδεύουν Ζέφυροι το σώμα και το στήθος Α. Κάλβος,” Ο Φιλόπατρις’’ Ωραία και μόνη η Ναύπακτος με κυριεύει. Αγνές καλημέρες άγνωστοι περαστικοί το πρώτο μας έργο. Βγαίνει η θάλασσα στο μπροστινό μπαλκόνι μπαίνει αλμύρα στο τρίκλινο δώμα αγιάζει το σπίτι του ιατρού Ευεργέτη* και μένει. Πόλη και Πύλη της εφηβείας μου με σκόρπια ξύλα καραβιών ταξιδεμένη Ναυπηγείο Αρρένων και Θηλέων Ονείρων. Σκηνικό τελευταίο και μόνο με κυματίζει. Χρυσούλα Σπυρέλη 2008 [*Στην οικία του ιατρού Λεωνίδα Τσώνη στεγαζόταν τις δεκαετίες 1970 και 1980 το οικοτροφείο Θηλέων της Μητροπόλεως Ναυπακτίας και Ευρυτανίας. Αργότερα στεγάστηκαν υπηρεσίες του Δήμου Ναυπάκτου] ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΙ Πετροβολήματα κρυφά του πέρα Κόσμου αγάπες δίχως σύμφωνα κραυγές πνιχτές εντός μου "Ποτάμι μ' για λιγόστεψε Ποτάμι μ' στρέψε πίσω" να περπατάω ξυπόλυτη μες στις θηλειές του ονείρου να ζωγραφίζω δάχτυλα να ζωγραφίζω χέρια να πλάθω όμορφα κορμιά με χείλη χαλικένια να τ' ακουμπάω στις όχθες σου και να τα ντύνεις μάτια πώς περπατώ να βλέπουνε στο κάθισμα του ήλιου. Χρυσούλα Σπυρέλη, 2005 Θάλαμος 562 Γιορτή Γυναίκας, Μάρτη μήνα…
Σταματημένη ώρα στα γυμνά μου πόδια Τα πήρε ο χρόνος τα γλυπτά μαλλιά. Άνεμοι του Λυκαβηττού φωλιάζουν στα σκεπάσματά μου κι οι φλέβες μου υπόγειες διαβάσεις μυρμηγκιών. Ώρα που πέρναγα τα φράγματα των άστρων βάζει η ζωή για σύνορό της αρχαία πόρπη στο πιο λεπτό μου οστό παρατημένη . Γιορτή γυναίκας, Μάρτη μήνα… Τριγύρω στήθηκαν οπές ονείρων. Μάτια πελώρια, μάτια λοξά ξένου φωτός κι η χαρακιά του τρόμου καταμεσής σαν καμουτσιά… Ήλθες Άγιε μου Βάρβαρε;… Καιρός να διπλωθώ κάτω απ’ την πέτρα μου. Χρυσούλα Σπυρέλη, Αθήνα 2002
|