Χρυσούλας Σπυρέλη*

Θανάση Παπαθανασόπουλου, «Αγρίνιο 1948» (ποίημα) και «Αγρίνιο 1950» (διήγημα)

Πρώιμα μεταπολεμικά βιώματα και λογοτεχνική αναπαράσταση

 

Οι  σχέσεις Ιστορίας και Λογοτεχνίας αποτελούν ένα ενδιαφέρον ερευνητικό πεδίο καθώς έχει επισημανθεί ο αμφίδρομος προσανατολισμός τους. Η ατομική ιστορία, βεβαίως, δεν παύει να είναι μια ψηφίδα της εποχής, μέσα στην οποία διαδραματίζεται, και πολλές τέτοιες ιστορίες συμβάλλουν με τον τρόπο τους στην απόδοση της εικόνας μιας κοινωνίας στη φυσική ή συμβολική γεωγραφία της.

         Στην προκειμένη περίπτωση επιλέγουμε από το έργο του Θανάση Παπαθανασόπουλου δύο παραδείγματα, όπου χρονικό και τοπικό πλαίσιο ορίζεται η πρώιμη μεταπολεμική Ελλάδα. Πίσω όμως από τις μικρές στιγμές του αφηγητή προβάλλει η καθημερινή ιστορία του μεταπολεμικού ανθρώπου σε όλη την Ελληνική επαρχία και όχι μόνο. Ο τόπος και ο χρόνος συμβολοποιούνται με σταθερή αφετηρία την οδυνηρή εμπειρία των κοινωνιών μετά τη θύελλα των πολέμων.

         Ο συγγραφέας ανήκει χρονολογικά στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά, γεννιέται λίγο πριν το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, μεγαλώνει στην Κατοχή και την Αντίσταση, ενώ η μνήμη του, στην τρυφερή του εφηβεία, χαρακώνεται από το εμφυλιοπολεμικό κλίμα της οξυμένης περιόδου 1945 – 49, το οποίο διαδέχεται η σκληρή δεκαετία του 1950 με τις συσσωρευμένες πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές συνέπειες της προηγούμενης (αντικομμουνιστική προπαγάνδα, οικονομικός μαρασμός, μεταναστευτικές τάσεις κ.λπ.).

         Μέσα σ’ αυτό το βιωματικό πλαίσιο εντάσσονται από μόνα τους το ποίημα «Αγρίνιο 1948» και το διήγημα «Αγρίνιο 1950» με τις λιτές χρονοτοπικές τιτλικές ενδείξεις.

         Ευθύς εξαρχής τα δύο αυτά κείμενα φαίνεται να παραπέμπουν στο πρώιμο επαρχιακό μεταπολεμικό κλίμα. Καθώς όμως μεσολαβεί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τουλάχιστον μέχρι τη δημοσιοποίησή τους,[1] η αποστασιοποίηση από τα ίδια τα γεγονότα εγγυάται μια πιο νηφάλια ίσως επεξεργασία τους. Εμείς πάντως τα προσλαμβάνουμε ως καθαρά μεταπολεμική συλλογική έκφραση. Εννοούμε δηλαδή ότι:

       Στο ποίημα, ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής / παιδί κάνει ένα φλας μπακ στο παρελθόν, με όχημα το όνειρο, και περιγράφει το προσωπικό του δράμα, το οποίο βέβαια είναι όμοιο αλλά ταυτόχρονα και διαφορετικό από εκείνο των άλλων συνομηλίκων.

       Στο διήγημα επίσης, ο τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής επιχειρεί το ίδιο, με μια μικρή μυθοπλασία: ένα παιδί πλαισιωμένο με εικόνες ή εμπειρίες, προσωπικές ή συλλογικές, οι οποίες στην ουσία, πάλι δεν διαφέρουν από εκείνες των συμμαθητών του. Αναλυτικότερα:

*

 

«Αγρίνιο 1948»

       Στο ποίημα «Αγρίνιο 1948», η μνήμη εγγράφεται ως ατομική ιστορία με δοσμένο χρόνο και τόπο. Στο κύριο σώμα του ποιήματος ο χειρισμός του χρόνου σε 2 επίπεδα (παρόν και παρελθόν) και η εναλλαγή των αφηγηματικών τρόπων (περιγραφή και αφήγηση) κάνουν εμφανή την χαρακτηριστική κινηματογραφική οπτική της γραφής.

 

Απόψε ονειρεύτηκα

πως έπιασα το Θεό απ’ το σακάκι

και τον ακολουθούσα στον περίπατό Του μες στο σύμπαν.

Κ’ ήταν το σύμπαν, λέει, επίπεδο σαν δίσκος

Που θύμιζε πλατεία της Περίστας,

μόνο που τούλειπε στο κέντρο το πλατάνι.

Πατούσαμε προσεχτικά στους γαλαξίες

αποφεύγοντας τα κενά, που θα μπορούσα

να τα αντιστοιχήσω με τα βρωμονέρια

σε γούρνες τόσων δρόμων της Αθήνας.

 

Ήταν ένα όνειρο από αντανάκλαση

παλιών κακουχιών στα χρόνια του εμφυλίου

όταν διέσχιζα μια μέρα την πλατεία Μπέλλου στο Αγρίνιο

περνώντας από πλήθος ανταρτόπληκτων

ξεσπιτωμένων και μισότρελων από τη φρίκη

κρατώντας τον πατέρα μου απ’ το σακάκι.

 

Στου Ματραλή το καφενείο θα μαθαίναμε

Πόσοι συγχωριανοί μας σακατεύτηκαν

πόσοι τραβούνε για τα έκτακτα στρατοδικεία

και πόσοι πλέον έχουνε περάσει

στη Λαϊκή Δημοκρατία του θανάτου.

 

         Στην πρώτη στροφή το όνειρο: Ο αφηγητής κρατημένος απ’ το σακάκι του Θεού, τον ακολουθεί στον περίπατό του μέσα στο σύμπαν με τους άπειρους γαλαξίες και τα επικίνδυνα κενά. Το σύμπαν, δηλαδή ο κόσμος ο μικρός και μέγας, της άγνωστης για τους πολλούς Περίστας, είναι το γενέθλιο χωριό του ποιητή.  Με την ονειρική εξιδανίκευση επιτυγχάνεται ο συμφυρμός του φανταστικού και πραγματικού χώρου για να δηλωθεί ως πικρή αίσθηση, η αποπομπή του στο παροντικό κενό του εξαστισμού και της προόδου.

         Στη δεύτερη και τρίτη στροφή η ερμηνεία του ονείρου, με ρεαλιστική αφήγηση και περιγραφή. Τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα, πλέκονται γύρω από την εφιαλτική μνήμη. Τα σκηνικά εναλλάσσονται με ταχύτητα (ακόμα και στον ίδιο στίχο). Ανταρτόπληκτοι, ξεσπιτωμένοι, σακατεμένοι, γεύση θανάτου με περιγράμματα τοπικά και χρονικά. Κοινός τόπος  οι πλατείες. Η πλατεία Μπέλλου σηματοδοτημένη από τη «φρίκη του Εμφυλίου» σε αντιδιαστολή με την πλατεία του ορεινού χωριού του, χωρίς το φιλόξενο πλατάνι με το επακόλουθο σημαινόμενο. Ο τόπος και ο χρόνος της πραγματικότητας στο έργο του Θανάση Παπαθανασόπουλου κάποιες φορές συμπλέκεται "οδυνηρά" με το γενέθλιο τόπο και χρόνο.[2]

 Και το κεντρικό πρόσωπό της ποιητικής αφήγησης; Ένα παιδί! Κρατώντας τον πατέρα του (το Θεό στην αντανάκλαση του παιδικού του ονείρου) απ’ το σακάκι, διασχίζουν μαζί την πλατεία, να σταματήσουν στο γνωστό καφενείο της πόλης όπου προστίθενται τα εξωσκηνικά γεγονότα (όπως στην αρχαία τραγωδία) από τους εξάγγελους της ιστορίας. Οι λέξεις επιστρατεύονται  απ’ το παρελθόν και χτίζουν το ποίημα (Ανταρτόπληκτοι, έκτακτα στρατοδικεία, Λαϊκή Δημοκρατία) ενώ, ένας απροσδιόριστος αριθμός ανωνύμων προσώπων εξέρχονται από το ιστορικό προσκήνιο και ανεβαίνουν στο ποιητικό σκηνικό. Η σκηνοθετική ικανότητα του Θ. Παπαθανασόπουλου φορτίζει δραματικά το ποίημα. Πίσω από τη μυθοπλασία παραμένει ο πανικός και ο τρόμος του παιδιού, αυτόπτη μάρτυρα των γεγονότων. Η τραυματισμένη παιδική αθωότητα, ζητάει, όμως, επειγόντως να εκφραστεί με το συλλογικό της πρόσωπο. Ο αφηγητής ταυτίζεται με τον ποιητή αναμοχλεύοντας κομμάτια από το βιωμένο χρόνο της γενιάς του η οποία είναι παρούσα στο ποίημα.

*

 

«Αγρίνιο 1950»

   Από την ίδια χρονική περίοδο αντλεί επίσης μνήμες ο Θ.Π. και τις επεξεργάζεται στο διήγημα «Αγρίνιο 1950», το οποίο εκτείνεται σε δεκαοχτώ σελίδες και τοποθετείται, όπως αναφέρθηκε, ευθέως  σε συγκεκριμένα ιστορικά και κοινωνικά συμφραζόμενα. Η επιλογή αυτής της φόρμας, ικανοποιεί την ανάγκη του συγγραφέα να παρουσιάσει πιο διευρυμένη την ατομική του περιπέτεια ως ένα μέρος της κυρίαρχης συλλογικής, καταθέτοντας έτσι όλο και περισσότερα τεκμήρια.

Ο χώρος της μυθοπλασίας είναι η επαρχιακή πόλη του Αγρινίου στο μεταίχμιο της σκληρής δεκαετίας που μόλις είχε λήξει ο εμφύλιος με τα τρομερά γεγονότα της αδελφοσφαγής στις οροσειρές Γράμμο-Βίτσι και την απόφαση ύστερα του ΚΚΕ για κατάπαυση πυρός. Η μετάβαση στη β΄ μεταπολεμική φάση αποτυπωμένη στην πράξη της αφήγησης, με έντονα χρώματα, τραβάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς παράλληλα ξετυλίγονται με φυσικότητα οι πολλές όψεις της καθημερινότητας. Πρόκειται πάλι για τη μνήμη ενός παιδιού, ίσως του ίδιου που διασχίζει την κεντρική πλατεία Μπέλλου στο ποίημα, ίσως και όλων εκείνων των παιδιών που έχτισαν τα όνειρά τους στα χαλάσματα και τα αποκαΐδια του πολέμου.

Αναφέρομαι στο Μένιο, τον κεντρικό ήρωα του διηγήματος, το μαθητή της ΣΤ΄ Δημοτικού από την Περίστα Ναυπακτίας με την δική του ιστορία. Ο πατέρας του εξόριστος πρώτα στη Μακρόνησο, περνάει ύστερα στρατοδικείο στο Μεσολόγγι και βρίσκεται πια στις φυλακές καταδικασμένος σε θάνατο, με την κατηγορία ότι «τάιζε τους κλαρίτες και στρατολογούσε άνδρες για το αντάρτικο». Η μάνα του μένει στο χωριό και κάνει αγώγια με το μουλάρι να ζήσει την υπόλοιπη οικογένεια. Τον Μένιο αποφασίζουν να τον στείλουν στο Αγρίνιο να τελειώσει το Δημοτικό. Τον φιλοξενεί ο θείος του, αδελφός του πατέρα του, υπάλληλος της Εφορείας που είχε νοικιάσει με τη γυναίκα του, στο πάνω πάτωμα του δίπατου σπιτιού, της κυρα- Κώσταινας Μπουγά, δίπλα στο γήπεδο του Παναιτωλικού.

Αυτό το σπίτι με τα ενοικιασμένα δωμάτια και τη συμπαθητική σπιτονοικοκυρά γίνεται το ορμητήριο – παρατηρητήριο του μικρού Μένιου, στις μικρές καθημερινές του διαδρομές, εκείνη την τελευταία σχολική χρονιά τού 1949 – 1950.

Τις εγγεγραμμένες μνήμες του Μένιου απ’ την επαρχιακή αυτή πόλη, δίνει σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, ο παντογνώστης αφηγητής του διηγήματος. σε δυο επίπεδα που βέβαια συνυπάρχουν: Το γεωγραφικό περιβάλλον με τα βασικά στοιχεία της ταυτότητάς του, το πρώτο, και οι άνθρωποι στην ομιλούσα ή βουβή καθημερινότητά τους το δεύτερο.

 Εννοώ τις ακίνητες εικόνες που ορίζουν το χωρικό πλαίσιο της αφήγησης και δίνουν ένα μέρος από την ταυτότητα μιας καπνούπολης στην ανατολή του 1950: Καπνοτόπια ποτιστικά στις άκρες της και στα ενοικιασμένα ισόγεια, καπνόφυλλα σωριασμένα για αρμάθιασμα. Ένα μισοσκεπασμένο ρέμα διασχίζει την πόλη και μερικοί ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι. Το Πάρκο και τα Παπαστράτεια Εκπαιδευτήρια στο τέρμα της κεντρικής αρτηρίας, η εκκλησία του Αγίου Χριστοφόρου ανατολικά, ο Κινηματογράφος «Τιτάνια» του Νώντα Νταλιάνη με έργα του Χόλυγουντ αλλά και ωραία Ελληνικά, το γήπεδο του Παναιτωλικού δίπλα στο σπίτι του.

 Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό τοποθετείται η δράση που δεν είναι παρά η καθημερινή ζωή μιας πόλης με ντόπιους και πολλούς ξενόφερτους. Ο καθένας με τη δική του ιστορία.

Πρώτα βγαίνουν στην επιφάνεια οι σκεπασμένες στοές της περιπέτειας του Μένιου. Όχι τόσο η ξενιτειά που ο ίδιος την ονομάζει προσφυγιά («να το διώξεις το παιδί Διαμάντω, τη συμβούλευαν στο χωριό, όσοι πονούσαν το κατάντημά τους» λέει, στο ακριβώς προηγούμενο διήγημά του[3]), ούτε και η νοσταλγία για τη μάνα αγωγιάτισσα (μοτίβο που επανέρχεται στα διηγήματά του για τον εμφύλιο).[4] Είναι η κυρίαρχη ιστορία του πατέρα, όπως στο ποίημα, μόνο που εδώ πλαισιώνεται πιο αναλυτικά με τις τραγικές περιπέτειες και άλλων. Η εμπειρία είναι γραμμένη με το ανεξίτηλο μελάνι της έκπληξης και του φόβου. Ο μικρός Μένιος ανασηκώνει από παντού τις κουρτίνες της καθημερινότητας και αφήνει να δούμε και τις δυο πλευρές: Οι διώκτες και οι διωκόμενοι. Οι Νόμιμοι και οι Παράνομοι, οι Κυνηγοί και τα Θηράματα!

 

*

Η αντιφατικότητα μιας εποχής στο κάτοπτρο του χρόνου με τη φιλτραρισμένη αφήγηση του μεταγενέστερου χρόνου (γράφεται 40 χρόνια μετά) καθορίζει τον αφηγηματικό ιστό του κειμένου. Η εμφύλια διάσταση των παρακάτω εικόνων παραμένει ως το τέλος του διηγήματος επίτηδες ριγμένη στην προοπτική μιας νέας ανάγνωσης και όχι τυχαία, νομίζω. Οι μεν και οι δε ανακαλούνται στη μνήμη του παιδιού/αφηγητή αλλά αναπαρίστανται με τη γραφίδα του ώριμου αφηγητή.

i) Η διαδήλωση της Μητρόπολης για τα « Ελληνόπουλα που είχαν οδηγήσει οι αντάρτες στο παραπέτασμα», φωτογραφίζει την κατανομή των παιδιών μετά τον εμφύλιο στις γειτονικές χώρες που συνορεύουν με την Ελλάδα (Αλβανία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία).[5] Το συγκεντρωμένο πλήθος βρίζει την Αλβανία για τη «μεγάλη αναίδεια» κι ένας αυτοσχέδιος ποιητής κρύβεται πίσω από την ελευθερία και τη δυνατότητα του λογοτέχνη να διαχειριστεί το γεγονός συσκοτίζοντας ή ξεσκεπάζοντας την ιστορική αλήθεια.

ii)Το μετεμφυλιακό κράτος έχει θέσει σε λειτουργία τους μηχανισμούς ελέγχου της εθνικοφροσύνης που ανακαλεί ο αφηγητής ανάμεικτα με προσωπικές αλλά και άλλες μνήμες του περιβάλλοντός του. Ο φόβος μπαίνει δίπλα στη λογική ενώ το θάρρος εννοείται ως παραλογισμός («παλαβομάρα»). Οι συμπεριφορές των δευτερευόντων προσώπων του διηγήματος είναι ανάλογες μ’ αυτό.

Για παράδειγμα, ο θείος του, όπως όλοι οι κρατικοί υπάλληλοι, διαβάζει φανερά μόνο ακρόπολη «για να δημιουργεί υπέρ αυτού το μαχητό, δυστυχώς, τεκμήριο της εθνικοφροσύνης». Αλλά και στο σπίτι ο φοβισμένος θείος ελέγχει τις επιστολές του μικρού Μένιου προς το φυλακισμένο πατέρα του.

 «Και μια μέρα ήρθε με το ταχυδρομείο το αντίδωρο του πατέρα μοναδικό αλλά αναντικατάστατο και συγκινητικό: μια μικρή Καινή Διαθήκη με μαύρο πλαστικό κάλυμμα. Στο πίσω μέρος η αφιέρωση με τη μορφή ευχής που βγήκε από τα σπαραγμένα φυλλοκάρδια του: "Στον υιό μου Αγαμέμνονα, ευχόμενος όπως ο Κύριος τον φωτίζει και τον προάγει εις την εν Χριστώ ζωήν και να καταστήσει αυτόν χρήσιμον μέλος της κοινωνίας και της οικογενείας μας. Φύλακας Αιγίνης β’ ακτίνα". Τέτοια δώρα και με παρόμοιες φανταχτερές και νομιμόφρονες αφιερώσεις περνούσαν εύκολα από την "επιτροπή ελέγχου ηθικής αυτοκάθαρσης" και πήγαιναν με σιγουριά στον παραλήπτη τους. Όσο για το φυλακισμένο, δημιούργησαν τη βάσιμη εντύπωση πως είχαν προσχωρήσει πια στους "ανανήψαντες"» (37-38).

Η φοβισμένη επίσης σπιτονοικοκυρά καθώς ετοίμαζε για τον εξόριστο γιο της κάθε μήνα ένα χαρτοκούτι με πράγματα να το στείλει στη Μακρόνησο μονολογούσε: «Υπόγραψε Θοδωράκη τη δήλωση να ξαναδείς τη μανούλα σου πριν κλείσει τα μάτια της!» Αμ δε, ο Θοδωράκης. Μουτζάλωσε με τη τσίφρα σου, Θοδωράκη, το βρωμόχαρτο να ιδείς προκοπή και να νοικοκυρευτείς! Πέρα βρέχει ο Θοδωράκης! "Θέλω καθαρό το κούτελό μου μάνα", αποκρίνεται κάθε φορά στα γράμματά του. "Και πώς να προδώσω τους συντρόφους μου;" Ακούς εκεί παλαβομάρες. Πώς να προδώσει τους συντρόφους του. Λες και δεν ορίζει την ψυχή του» (32-33).

Ο μονόλογος  της μάνας σκιαγραφεί φανερά την περιπέτεια των Αριστερών που γέμισαν τα ξερονήσια της Άγονης Γραμμής ως πολιτικοί εξόριστοι ή ως ανεπιθύμητοι φαντάροι στο διάστημα 1948-1952, ενώ υποφώσκει η αίσθηση της ήττας, η πικρή γεύση ίσως της διάψευσης, στον επιστολικό διάλογο μάνας και γιου.

iii) Στο τέλος του διηγήματος η ταύτιση του αφηγητή/συγγραφέα στην κατάθεση μιας αυθεντικής μαρτυρίας για τους κρατούμενους γονείς των αγνοούμενων ή σκοτωμένων ανταρτών, είναι εμφανής, παρόλο που εκφέρεται σε τριτοπρόσωπη αποστασιοποιημένη αφήγηση. Η μυθοπλασία δεν αφαιρεί τα στοιχεία της μαρτυρίας. Άλλωστε τα πρόσωπα, ο τόπος και ο χρόνος λέγονται με τ’ όνομά τους. Στο "Αγρίνιο του ‘50" δυτικά του Αγ. Χριστοφόρου, στην περιοχή με το χαρακτηριστικό τοπωνύμιο "τα έντεκα τζάκια", αναμοχλεύονται οι βιωμένες στιγμές ενός παιδιού και συμπλέκονται με τη δημιουργική φαντασία και τα σχόλια του ώριμου συγγραφέα για να αποδοθεί άλλη μια χαρακτηριστική σκηνή βαρβαρότητας του μετεμφυλιακού κλίματος.

«Το χτίριο ήταν χτισμένο με πέτρες, τούβλα και πλίθρες από ψημένο χώμα και η στέγη του ήταν καμωμένη αλλού από μισοσπασμένα κεραμίδια και τρύπιους τσίγκους, κι αλλού από τεζαρισμένα κομμάτια μουσαμά και πισσόχαρτου… και στα πατώματα από πατικωμένο χώμα, βρωμοκοπούσε το κατουρημένο άχυρο. Εκεί ο στρατός είχε στοιβάξει πάνω από 80 νομάτους, γριές και γέρους πιο πολύ, που τους ξετρύπωσε από σπηλιές στα μέρη που έκανε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Όλοι ετούτοι οι σαρανταπληγιασμένοι κουρελήδες ήταν γονείς καπεταναίων που ακολουθούσαν τους αντάρτες από βουνό και από μάχη σε μάχη φαμελικώς […]. Ο Μένιος πήγε στην κόλαση εκείνη με το θείο του να συναντήσουν μερικούς συγχωριανούς τους γέρους που ήταν γονείς σκοτωμένων πια καπεταναίων κι ανταρτών. Τους μάζεψε κι αυτούς ο στρατός, αφού τους ξετρύπωσε απ’ τις σπηλιές του ορεινού συγκροτήματος της Ντομνίστας Ευρυτανίας. Ανάμεσά τους ήταν ο Νικόλαος Μανιάτης με τρία νεκρά παιδιά στο αντάρτικο, ο Θανάσης Ρόρος που ούτε ο ίδιος ήξερε αν τα παιδιά του ήταν ακόμη στη ζωή, ο γέρο Μήτσος Κάκαβος, ο Μπαλοδήμος, ο Κώστας Τσίρος με δύο νεκρά παιδιά στο αντάρτικο». (25)

Για τον Κώστα Τσίρο, πρόσωπο υπαρκτό και τραγικό, ο συγγραφέας αφιερώνει μια εκτενή παρέκβαση για να πει την ιστορία του δημιουργικού Κραβαρίτη γυρολόγου που έβγαινε από τον τόπο του, έκανε κάμποσα ταξίδια, στην άλλη χώρα κατά τις εμπορικές συνήθειες της συντεχνίας του, κι έδωσε, άθελα του, την έμπνευση στον Ανδρέα Καρκαβίτσα να τον κάνει προπολεμικά, ήρωα του βιβλίου του ζητιάνος, με το όνομα Τζιριτόκωστας. Ο αφηγητής συμφύρει τον αφηγηματικό χρόνο, λοξοδρομεί απ’ την κεντρική αρτηρία του διηγήματος για να συμπληρώσει την ιστορία με σχόλια γραμματολογικά και φιλολογικά: «Μα ο πραγματικός Τζιριτόκωστας δεν είχε καμία σχέση με το έκτρωμα της αχαλίνωτης φαντασίας του συγγραφέα[…]. Τον καιρό του αντάρτικου τα δυο παιδιά του βγήκαν δίπλα τους από κατσάβραχο σε κατσάβραχο, μ’ όλες τις δυσκολίες που του ’φερνε η πάθηση των ματιών του. Η γριά του είχε πεθάνει από καιρό, αρχές του 1948, σ’ ένα χωριό κοντά στην Άρτα και στο τέλος του 1949 μακελεύτηκαν και τα παιδιά του στην Σαράνταινα, κοντά στην Αράχοβα Ναυπακτίας. Τώρα στον καταυλισμό τούτο υπόφερε κι αυτός μαζί με τους άλλους τη σκληρή κοινή τους μοίρα» (36).

 

*

Το χρέος…

Αυτή η εμβόλιμη φιλολογική πληροφορία, για το συγγραφέα/αφηγητή, γίνεται το όχημα να περάσει σε άλλα στοιχεία αυτοαναφορικότητας και διαλέγει πάλι αυτή τη φορά το όνειρο, το ίδιο αφηγηματικό παιχνίδι όπως και στο ποίημα  "Αγρίνιο 1948". Ονειρεύεται το μεγάλο δικαστήριο των ψυχών  "που εσχημάτιζαν τεράστιες ουρές σαν εκείνες που έκαναν οι άνθρωποι στα χρόνια της Κατοχής μπροστά στα καζάνια των συσσιτίων". Ανάμεσά τους και ο Τζιριτόκωστας με τα «χιλιομπαλωμένα μπουλιαροσάκουλα». Το ξύπνημα επαναφέρει τον αφηγητή στην πραγματικότητα και στην προκείμενη περίπτωση λειτουργεί λυτρωτικά. Ο στοχαστικός μονόλογος που διαδέχεται το όνειρο απογειώνει τον αφηγητή απ’ το ιστορικό παρόν και τον ανεβάζει στις μυστικές περιδιαβάσεις της "φοβερής μοίρας κάποιου ατομικού προορισμού". Οι τόποι των ονείρων και η ανάληψη των ευθυνών του απέναντι της ιστορίας είναι μέρος αυτού του πεπρωμένου.

Εκεί βρίσκει την ευκαιρία να σκιαγραφήσει τη λογοτεχνική αφετηρία του (πρώτα εξωσχολικά διαβάσματα και πρώτες καταθέσεις ψυχής στο άγραφο δωδεκάφυλλο τετράδιο), επιχειρώντας τον αυτοπροσδιορισμό του. Ο υποψιασμένος όμως αναγνώστης, είτε διαβάζει το ποίημα είτε το πεζό, διακρίνει τη βαθύτερη πρόθεσή του να επανατοποθετηθεί συγκροτημένα πλέον απέναντι στο ιστορικό τραυματικό παρελθόν.

Η ξεκάθαρη διακειμενική σχέση ανάμεσα στα δύο αυτά δημιουργήματά του αλλά και ευρύτερα σε άλλα δύο ποιήματα της ενότητας "Αθήνα της πικρής νιότης"[6] οδηγεί αβίαστα στο συμπέρασμα ότι ο αφηγητής μετακινείται ανάμεσα στα εφιαλτικά και καθαρτήρια όνειρα, αντανάκλαση των επώδυνων ή καθαρτήριων καταστάσεων. Μ’ αυτό τον τρόπο γεφυρώνει και την αρκετά μεγάλη χρονική απόσταση που μεσολαβεί από τον δραματικό χρόνο (1948-1950) μέχρι τον αφηγηματικό.

Κι αν αναζητήσουμε την κρυφή συνομιλία των τίτλων στο «Αγρίνιο 1948» και στην «Ποίηση 1948» του Νίκου Εγγονόπουλου (ποίημα επικαιρικό το δεύτερο, γράφεται και δημοσιεύεται το 1948), ίσως διακρίνουμε μια κοινή κοίτη που χύνονται τα δυο ποιήματα. Ο Εγγονόπουλος δηλώνει την αδυναμία της ποίησης να αρθρώσει το λόγο της (Τούτη η εποχή/του Εμφυλίου σπαραγμού/ δεν είναι εποχή/ για ποίηση/ κι άλλα παρόμοια./Σαν πάει κάτι/ να/ γραφεί/ είναι/ ως αν/ να γράφονταν/ από την άλλη μεριά/ αγγελτηρίων/ θανάτου).

Ο Παπαθανασόπουλος στο «Αγρίνιο 1948», που παραπέμπει σε μια εποχή η οποία σύμφωνα με την επίσημη ιστορία «είχε αρχίσει μόλις να επανακτά τους κανονικούς ρυθμούς της», ανασύρει τις θολές φωτογραφίες της ιστορίας και τις καρφώνει δίπλα στα «αγγελτήρια θανάτου». Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο διήγημα «Αγρίνιο 1950».

Κι ενώ ο λογοτέχνης επωμίζεται το χρέος να ανακαλύψει την αντικανονικότητα μέσα στη δήθεν κανονικότητα της ιστορικής στιγμής όσο απομακρύνεται χρονικά από τα γεγονότα υπερασπίζεται με αισιοδοξία το αύριο:

Η ψυχή μου μ’ αγριεύει ωσάν άδειο θέατρο

μετά από παράσταση γεμάτη φόνους […]

Η ζωή μού απλώνει δίχτυ

Ατενίζω ψηλά. Και περιμένω.[7]

 

*Χρυσούλα Σπυρέλη

Δρ. νεοελληνικής φιλολογίας


 

 

ΑΛΛΑ ΒΙΒΛΙΑ & ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ:

 


Παραπομπές:

[1] Το διήγημα «Αγρίνιο 1950» φέρει στοιχεία γραφής «Βόλος, 3 Απριλίου έως 7 Μαΐου 1990». Πρωτοδημοσιεύεται στη Φιλολογική Πρωτοχρονιά το 1991 και περιλαμβάνεται έπειτα στην αυτοτελή έκδοση διηγημάτων Κυνηγοί και θηράματα, εκδόσεις  Ιωλκός  2002. Το ποίημα «Αγρίνιο 1948» φέρει την ένδειξη «Μαρούσι 13 Μαρτίου 2004» και δημοσιεύεται στην ποιητική συλλογή Το Αμήχανο χαμόγελο του Κούρου, Αθήνα 2007. Ο τόπος και ο χρόνος γραφής είναι συνήθης τακτική του Θ.Π., και επικαλείται, στις «Σημειώσεις» των περισσότερων εκδόσεών του, τη συμβουλή του Γκαίτε προς το Έκκερμαν «προ πάντων βάζετε πάντοτε κάτω από κάθε σας ποίημα την χρονολογία του. Θα έχετε έτσι ένα ημερολόγιο των αισθημάτων σας».

 

[2] Η σημείωση αυτή είναι δική του. Βλ. Θ.Π.  Ρουμελιώτικα, Δεύτερη σειρά, εκδόσεις Μελέαγρος, σ. 51.

 

[3] «Φύλλο στον Άνεμο» και «Αγρίνιο 1950», είναι τα δύο πρώτα διηγήματα στην ενότητα  «Στα χρόνια του Εμφυλίου» που περιέχονται στο Κυνηγοί και θηράματα, εκδόσεις Ιωλκός 2002

 

[4] Στο ίδιο.

[5] Βλ. Θανάση Μητρόπουλου «Η αποστολή των παιδιών στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949», στο συλλογικό τόμο Το όπλο παρά πόδα… (επιμ. Ευτ. Βουτυρά, Βασ. Δελκαβούκη κ.α.), εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2005, σ.σ. 267 – 268. Για την Αλβανία ο Θ.Π. γράφει: "Η χώρα αυτή χρησιμοποιήθηκε μόνο σαν ενδιάμεσο κέντρο διέλευσης παιδιών με μικρή παραμονή σ’ αυτήν, ώσπου να οργανωθεί η προώθησή τους σε άλλες χώρες", Βλ. στο ίδιο σ. 76. 

[6] Πρόκειται για τα ποιήματα "Μέρες του 1957" και "Μέρες του 1958", δημοσιευμένα στο:Θ. Παπαθανασόπουλου, Ποιήματα, Γ’ τόμος, εκδόσεις Μελέαγρος, Αθήνα  2002, σσ. 249-250.

 

[7] Στο ίδιο.

Νέα Εποχή © 2006 

Πρώτη σελίδα | Μνήμες | Εικόνες | Αξιοθέατα | Γειτονιές