ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
Η μέρα σου ’φτανε ως τον ώμο
πάλευες τα στρυφνά σημάδια
να ξεδιαλύνεις
– σκοτεινές γραφές μπλεγμένες στην ουρά του χρόνου
παίζοντας με τον ύπνο μας τις νύχτες
και με το λιγοστό μας γέλιο
τα δειλινά που οι αδρές γραμμές των λόφων
μερεύουν σαν τις έγνοιες και τις θύμησες
τις ώρες που η ζωή βρίσκει το πρώτο πείσμα της.
Η μέρα σου ’φτανε ως τον ώμο
δυο λέξεις γύρευες να συνταιριάξεις
όμως εδώ
οι στίχοι φτάνουν με τον ήλιο
γι’ αυτό και φέρνουνε μαζί τους
όλο το φως του κι όλο μας τον πόνο
γι’ αυτούς που δεν μπορούνε να τον αντικρίσουν
όμως εδώ
χιλιάδες χρόνια η κάθε λέξη
παλεύει με τα νοήματά της
παλεύει με τον ήχο της, παλεύει
με τα γράμματά της τα ίδια·
και πώς να δαμάσεις
δυο ολόκληρες λέξεις
καθώς
η μέρα σου ’φτανε ως τον ώμο
καθώς
τα σκοτεινά σημάδια πλήθαιναν
καθώς
ο χρόνος πήρε ν’ αφηνιάζει
χτυπώντας την ουρά του δυνατά
και τρέχοντας –τρελά– στο σκονισμένο κάμπο
σαν άγριος Μινώταυρος που ξέφυγε
απ’ το σοφό λαβύρινθο
–τάχα ποιοι ν’ άνοιξαν τις πόρτες–
δείχνοντας καθαρά πως η ώρα πλησιάζει
που οι λέξεις θ’ απομείνουν ορφανές.
(Το δέρας, 1994)
ΣΥΝΕΙΡΜΟΙ
Τι έχεις καημένε πλάτανε
της άνυδρης πλατείας μας
και στέκεις μαραμένος
τι έχω κι εγώ
κι όλο γυρίζω πίσω
στα εφτά μου χρόνια, τότε
που ο αγράμματος παππούς μου
μου εδίδασκε τον ορισμό της ποίησης
ανυποψίαστος τραγουδώντας
τον πλάτανο και τον Αλή πασά.
(Τα αιφνίδια άστρα, 1997)
ΔΙΔΑΧΗ
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΝΟΥ
Νέε μου, μη μοχθείς και μη εξαντλείσαι.
Τα πιο ωραία ποιήματα
– να τα ποιήσεις μόνος, μη σκοτίζεσαι:
είν’ έτοιμα, κρυμμένα μες στην Ιστορία
μάθε να ψάχνεις και θα τά βρεις
σ’ εσένα μένει –δύσκολη
τέχνη και τιμή μεγάλη–
να τα φανερώσεις.
(Τα αιφνίδια άστρα, 1997)
Η ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΕΛÉΤΙΟΥ
(ΣΤΟ ΙΕΡΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΥΦΩΝΟΣ)
Πάτερ Ιλαρίων
εις σε προσπίπτω, αμαρτωλός,
δέομαι ενώπιόν σου με συντριβή καρδίας
ζητώ απ’ τα χείλη σου τη θεία συγγνώμη
μη με κοιτάζεις απαθώς ω πάτερ Ιλαρίων
δεν είναι αυτά σχήματα λόγου μήτε
κι εκφράσεις της συνήθειας
δεν είναι καν υπερβολές
αθώο με κρίνεις άγιε πάτερ
μαντεύω που για ενάρετο με βλέπεις, προπάντων ταπεινόφρονα
αυτή την όψη δείχνω, αυτό πιστεύεις
μα αν γνώριζες, πνευματικέ μου, αν γνώριζες
ποια έπαρση, ποιος αχαλίνωτος
εγωισμός
φωλιάζει κάτω απ’ το τριμμένο ράσο
αυτούς τους ταπεινούς μου στίχους πάτερ Ιλαρίων
αυτά τ’ αθώα ψελλίσματα που κάνουνε τους αδελφούς
να με κοιτούν με κάποια συγκατάβαση
αν ήξερες, αν ήταν δυνατό να φανταστείς
για πόσες ώρες θα μπορούσα να στους επαινώ
το ποιες μεγάλες χάρες και μοναδικές τους βρίσκω
πόσο υψηλά τους έχω
πάτερ Ιλαρίων
αυτά τ’ αθώα ψελλίσματα –κι ας λένε, ας μιλούν
για το Χριστό μας, για την Παναγιά, για τους Οσίους–
αυτά είναι που θ’ ανάψουνε για μένα
τις ακοίμητες φλόγες της θείας οργής.
(Τα αιφνίδια άστρα, 1997)
ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
Εκεί μιλούσανε σοφά.
Ο λόγος τους βαρύς και το ’νιωθες
πως ήταν σκέψη δυνατή και μόχθος
έρευνες χρόνων και μελέτη επίμονη
συγκροτημένα κείμενα έτοιμα να πάρουν
τη θέση τους στις βασικές βιβλιοθήκες
εκεί μιλούσανε κι αλλάζαν
γνώμες που δύσκολα τις προσεγγίζει
ο μη ειδικός κι ας βασανίζεται
χρόνια κι αυτός στους ίδιους χώρους
μ’ αυτής της τέχνης τις ασήκωτες σιωπές
στους ίδιους λαβυρίνθους, με τις ίδιες λέξεις
χρόνια
στα ίδια δίχτυα παραδέρνοντας
εκεί λοιπόν μιλούσανε σοφά
σε γύρεψα σ’ όλες τις αίθουσες
δεν ήσουν σε καμιά
σε γύρεψα καθώς η νύχτα βάθαινε
βουβή ως το σκοτεινό πυρήνα της
και ξάφνου είχαν όλοι τους φύγει
άνθρωποι και λόγοι
έμεινα μόνος κι έλειπες
που ήσουν η λέξη η ζωντανή και μόνη
πνοή στις αίθουσες τις άδειες, τις γεμάτες
να δώσει και στο λόγο
που ήσουν η λέξη σάρκα η μόνη
να ξεκινάει το ποίημα, να μην τελειώνει.
(Αγγειογραφία, 2000)
ΓΕΝΕΣΙΣ
Ποιος ξέρει πόσους ζοφερούς
αιώνες των αιώνων
χαμένος μέσα στη φρικτή του καθημερινότητα
δέσμιος ανελέητου βιοπορισμού
σπαταλημένος σε φθοροποιές δουλειές βαρβαρικές
–μπορεί σε κάτεργο ή σε λατομείο
έρποντας ίσως μέσα σε χαμηλές στοές
ή και πνιγμένος σε χαρτιά, λογαριασμούς και προθεσμίες
μπορεί και να ’τανε τελώνης ή φοροεισπράκτορας
μπορεί ακόμα και δακτυλογράφος ή και δάσκαλος
σε κακομαθημένους μαθητές ή γεωργός
σ’ άγονα πετροχώραφα· δεν έχουν τελειωμό
τα απαίσια ενδεχόμενα – το βέβαιο
είναι πως κάποτε με αγώνες σκληρούς κι αιματηρούς
με απεργίες κι εξεγέρσεις εξασφάλισε
ένα επταήμερο διακοπών
τότε ακριβώς
σήμανε η πρώτη μέρα της Δημιουργίας.
(Κύριε,
γνωρίζω την εξωπραγματική θεολογία που σε θέλει
αιώνες των αιώνων για χαμένον μέσα
σ’ εκείνη τη μακάρια ακινησία του απείρου
σε ιδανική απραξία κι ύστερα ξαφνικά να σε τσιμπούσε
μια μύγα και ν’ αρχίσεις να φωνάζεις «γενηθήτω»
Κύριε,
συγχώρεσέ τους δε γνωρίζουν
τι λένε – όχι τι ποιούσι
διότι τίποτε ποτέ τους δεν εποίησαν).
(Αγγειογραφία, 2000)
Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΘΗΡΙΩΝ
Οι δυσκολίες της ποίησης δεν έχουν τελειωμό.
Απ’ τον καιρό που ακόμη μαθητή
με σαγηνεύαν τ’ αλλεπάλληλα ἐντεῦθεν ἐξελαύνει σου
πολλές φορές προσπάθησα ένα ποίημα να συνθέσω
κάπως να πω για τις γοητευτικές σου περιπέτειες στην εχθρική
ενδοχώρα
πρόβαλλες πάντα εμπρός μου οδηγός κι εμψυχωτής
ατυχησάντων μισθοφόρων
επίμονος, το ελληνικό σου πείσμα
σίγουρα τ’ άξιζε πολλά κι ωραία ποιήματα
όμως, να! κι αν θέλεις πίστεψέ το
εμπόδιο μέγα έστεκε μπροστά μου σταθερά
αυτό το ανοικονόμητο τ’ όνομα του πατέρα σου.
Εύκολα γράφεις Αλκιβιάδης Κλεινίου, Αλκμεωνίδης,
εύκολα Περικλής Ξανθίππου, αλλά πώς
να γράψεις σε παρακαλώ και Ξενοφών Γρύλλου χωρίς
να χάσεις το παιγνίδι απ’ την αρχή του ποιήματος
χωρίς μακριά να μην πετάξει
κάθε ίχνος απ’ των λέξεων τη μαγεία.
(Τώρα, κι αν θέλεις, μεταξύ μας,
νομίζω το ψυχανεμίστηκες κι ο ίδιος
γι’ αυτό και γύρεψες νωρίς ένα ψευδώνυμο
μα πώς να ψευδονοματίσεις τον γεννήτορα
γρήγορα τα παράτησες λοιπόν και υπέκυψες
στη μοίρα ενός ονόματος
εσύ, που δεν έκαμες πίσω
μπροστά σε μια αυτοκρατορία!)
Κρίμα, κι ακόμα πιο πολύ που το δικό σου όνομα
με ήχο απ’ την ξενία των Ελλήνων όλο και με τραβούσε
επίμονα προσπάθησα χρόνια και χρόνια
με κόλπα ποιητικά επιχείρησα την ατυχία μου να ξορκίσω
πότε ένα άρθρο παρεμβάλλοντας –έβγαινε κάπως ο ρυθμός, μα
πάλι
κανένας ήχος ποιητικός, καμιά απογείωση–
πότε με το απλό «Αθηναίος» – ουδέτερο
και πώς να σε παρέδιδα στην ποίηση ως πατρός αδήλου
προσπάθησα, κρίμα το πείσμα μου, ώσπου
στο τέλος αναφώνησα σκασμένος το γνωστό
«ε, δε μας παρατάς κι εσύ κι ο Γρύλλος σου»
και σου ’κλεισα κατάμουτρα την πόρτα
πιστεύοντας πως γλύτωσα από σένα οριστικά.
Κι αλήθεια πως οι πένες μου σε ξέχασαν.
Όμως βαθιά, μες στις βαριές μου νύχτες
κάποτε νιώθω να προβάλλεις ξαφνικά από κανένα ψήλωμα
ή μέσα από κοιλάδες χαμηλές, κρυμμένες
ανήσυχα τα μάτια σου ερευνώντας στο σκοτάδι
τα όπλα πάντα σ’ ετοιμότητα
κι όλοι μαζί σου οι μύριοι κυοφορώντας τη διπλή κραυγή
τότε και οι στίχοι ορμούν ξανά μέσ’ απ’ τις λόχμες τους
ανήμερα θεριά με σακατεύουν
αρνούνται να υποκύψουν, να μείνουν έκθετοι κι αδέσποτοι
–σαν ορφανοί πατρός– και μόνο εσένα δέχονται για τίτλο τους
αισθάνομαι σαν Πέρσης που δολοπλοκώ αμυνόμενος
χωρίς τύχη καμιά μ’ εσένα που ’μπλεξα
συνέχισε λοιπόν απτόητος στη δύσβατη ενδοχώρα
συνέχισε το δρόμο σου σταθμούς και παρασάγγες
έτσι κι αλλιώς τα βάσανα
της ποίησης δεν έχουν τελειωμό.
(Αγγειογραφία, 2000)
ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ
Δεν πρόκειται να σε πιστέψω, δεν
με ξεγελάς
ξέρω πως είναι μοναχά η φρεσκάδα σου
που φέρνει απόψε τη χαρά, που κάνει να ξεχνώ
τα βάσανά μου
και ξέρω ακόμα πόσο τη χαρά μου αυτή
θα την πληρώσω.
Δε με ξεγελάς, τώρα ησυχάζεις
τώρα δείχνεις
πως μ’ όλα ευχαριστείσαι, όλα ταιριάζουν
ήχος και νοήματα
όμως εγώ γνωρίζω, δυστυχώς, πολύ καλά
όλες σου τις συνήθειες
λίγος καιρός μόλις περάσει θ’ αρχίσουνε τα «μήπως»
σβησίματα, γδαρσίματα, ποτέ
δεν ξέρεις τι ’ναι αυτό που θέλεις
κι όταν δε φοβάσαι
ψάχνεις για το καλύτερο
ψάχνεις εις βάρος μου για το δικό σου το καλύτερο
κι ούτε που λες ποτέ ν’ αποσυρθείς
μένεις εκεί να με παιδεύεις
μένεις εκεί να σου πληρώνω
αυτή τη λίγη αποψινή χαρά μου
τέτοιο ανελέητο είσαι ποίημα
κι αν κάποτε
φανεί πως επιτέλους συμφωνείς
δεν πρόκειται να πεις ευχαριστώ
σε ποιον να πεις ευχαριστώ, χάρη μου κάνεις
χάρη μου κάνεις που με καταδέχτηκες, μπορούσες
σ’ άλλον την τύχη σου να εμπιστευτείς, ή και καθόλου
να μη φανείς, καθόλου, πουθενά
αναίσθητο –ένας ίσκιος– είσαι και μπορούσες
εγώ έρχομαι γυρεύοντας, και πρέπει
το τίμημα σκληρό κάθε φορά να καταβάλλω
ποιος ίσκιος
να σου χαρίσει, και γιατί
αυτή τη λίγη αποψινή χαρά, και προπαντός
ποιος ίσκιος να σε βγάνει, και γιατί
απ’ τα βαθιά αδιέξοδα
μαζί σου να μοχθεί να δώσει
στ’ ακατανόητα νόημα
ποιος ίσκιος
θα ’ταν αυτός που ανώδυνα
θα ’παιρνε πάνω του θαρρείς
την επιβίωσή σου.
(Ψηφιδωτό από άφαντες ψηφίδες, 2003)
Η ΠΟΙΗΣΗ
Παράξενος αυτός ο κήπος, σπάνια
όσοι μαζεύουν άνθη μεταξύ τους συμφωνούν
ποια είναι τα άνθη, ποια τα φύλλα.
(Η τελετή, 2006)
ΑΥΤΟΣ Ο ΝΕΟΣ
Αυτός ο νέος
θέλει να γράψει ποιήματα.
Αυτός ο νέος έβαλε σκοπό
να εκφράσει στη ζωή του το ανέκφραστο.
Γνωρίζει
πως δεν πρόκειται να το πετύχει, όμως μπορεί
μπορεί μια πανουργία ενδόμυχη να τον κινεί
ίσως φαντάζεται ο κρυμμένος νους του
πως όταν έρθει ο καιρός και φύγει αφήνοντας
μια τέτοια εκκρεμότητα
όλο και κάποιος θα βρεθεί
όλο και κάποιος θα βρεθεί να τον καλέσει πίσω
να συνεχίσει την προσπάθεια.
(Η τελετή, 2006)
ΠΑΘΗ ΤΩΝ ΦΘΟΓΓΩΝ
Σπανίως αι λέξεις παραμένουν απαθείς…
Αχ. Τζάρτζανος
Απ’ όλα τα κεφάλαια της γραμματικής
με συγκινούσε πάντα πιο πολύ
εκείνο εκεί το βάρβαρο που εκθέτει
τα πάθη, τα παθήματα των φθόγγων
κράσεις, εκθλίψεις, συναιρέσεις
αγώνες μέχρις εξοντώσεως στο τρομερό
πεδίο των φωνητικών χορδών, ποιος ήχος
θα πέσει πιο καλά στ’ αυτί, ποιος τρόπος, ποια
θυσία κάθε φορά να εξορκιστεί
το άγος της ανούσιας χασμωδίας, αγώνες
με χίλιες αφορμές, χίλιες αιτίες, μάχες
άλλοτε αργόσυρτες, βουβές χιλιάδες χρόνια
υπόγειες, άλλοτε
ξαφνικές κι απρόσμενες, αγώνες
θύματα αναρίθμητα, φωνήεντα
σιγημένα
κράσεις, αποβολές, αποκοπές, αγώνες
ανελέητοι
στη ζούγκλα την απέραντη του λόγου
ποιος χάνει εδώ, ποιος χάνεται
πιο πέρα, λύκος
ο φθόγγος για τον άλλο φθόγγο
καθώς εφθέγξαντο οι γνώστες κι οι σοφοί
από αιώνων για το γένος
των ανθρώπων
ο θάνατός σου η ζωή μου, θύματα
αναρίθμητα, φωνήεντα σιγημένα, στέκει
καμιά φορά στη θέση τους η απόστροφος, μικρό
σημάδι σαν ενθάδε κείται ή όπως
εικόνισμα στην επικίνδυνη στροφή
που ’φαγε κόσμο και κοσμάκη
κράσεις, ενώσεις, αφαιρέσεις
αφομοιώσεις, συνιζήσεις, δεν τελειώνουν
προτάξεις, μεταθέσεις, αναπτύξεις
συνεκφωνήσεις, αλλαγές
τροπαί συμφώνων
σ’ αέναη κοσμογονία οι λέξεις
όπως νησιά σε ηφαιστειώδη θάλασσα, αθήρματα
γεννήματα παθών
σπανίως
μένουν απαθείς
και ακέραιαι όπως
επλάσθησαν, συνήθως
συμβαίνουν εις αυτάς διάφορα
πάθη, αποφαίνονται απαθώς
οι γλωσσολόγοι
γρήγορα γίνονται όλα τους μαθήματα
όπως και κάθε πάθημα, μας τα διδάσκουν
στο σχολείο
στο οικείο κεφάλαιο της γραμματικής
όπου άλλωστε όλα καταλήγουν, όπως
τα Άγια Πάθη σε μια Σύνοψη
στο οικείο κεφάλαιο της γραμματικής
ετούτο το ατέλειωτο
Μεγαλοβδόμαδο των φθόγγων
ανήξεροι κι αδιάφοροι περνούν
οι χρήστες, ο καθένας τους
κι από ένας Πόντιος Πιλάτος
κι ο ποιητής, πρώτος αυτός
Ιούδας Ισκαριώτης πανδεινοπασχόντων φθόγγων
εκστατικός μπροστά στο Γολγοθά τους, δοκιμάζει
κι ο ίδιος του ξυδιού τη γεύση, τη χολή, του στεφανιού
τ’ αγκάθια τον κεντρίζουν
πάθη των φθόγγων, πάθη των ανθρώπων
ἴδε
ὁ ἄνθρωπος, Ιούδας και Ματθαίος
εσταυρωμένος.
(Πάθη των φθόγγων, 2009)
ΤΟ ΑΞΙΖΟΥΝ
Τον ρώτησαν προς τι
όλος αυτός ο μόχθος, πού,
σε πόσους τέλος πάντων απευθύνεται
είναι πεντέξι φίλοι, απάντησε,
ορκίζομαι το αξίζουν
κι ακόμα, να, βλέπω κι άλλους δυο-τρεις
ύστερα από πενήντα χρόνια
κι άλλους πεντέξι σε διακόσια χρόνια
το αξίζουν, σας ορκίζομαι.
(Πάθη των φθόγγων, 2009)
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Κι εκεί που γύριζα παλιές
φωτογραφίες στο σκονισμένο
άλμπουμ πέφτω απάνω
σ’ ένα μωρό που γύριζε
στραβό το πρόσωπό του, αρνιόταν
τη φωτογραφία, με κλάματα, με γοερές
κραυγές αντιστεκόταν
ήμουν εγώ, θυμήθηκα
καλά την ιστορία, πως ένας
φωτογράφος έτυχε στ’ αποκλεισμένα
μέρη μας κι αδράξαν οι γονείς την ευκαιρία
να με φωτογραφίσουν, όμως …
ήμουν αρνητικός, για να το πούμε
όσο γίνεται κομψά, και μ’ όλο
το έκτοτε γνωστό μου πείσμα
τα στύλωσα θα λέγαμε αν είχα
προλάβει να σταθώ στα δυο μου
πόδια, κράτησα
με νύχια και με δόντια
θα λέγαμε αν δεν ήταν απαλά
τα νύχια μου κι ανύπαρχτα
τα δόντια, κράτησα ανόθευτη
την ορισμένη μου προσωρινότητα
έφυγε άπρακτος ο φωτογράφος, δεν
τραβήχτηκε η φωτογραφία, όμως γιατί
γιατί τόσες φορές τη συναντώ
μες στις κανονικές φωτογραφίες, γιατί
τη βλέπω τόσο καθαρή, πιο καθαρή
απ’ τις κανονικές, κι αρχίζει τότε
μια μακρόσυρτη κουβέντα
με τους νεκρούς γονείς μου, να τους εξηγώ
μ’ ένα σωρό επιχειρήματα πως τίποτα
δε χάσαν, να μου λένε
πως θέλαν να τη στείλουν στον
νουνό μου, εδώ σαρκάζω πως αυτός
δεν είχε κι άλλη έγνοια με τα δεκάδες
βαφτιστήρια, το γνωρίζουν, δυσκολεύονται
να το παραδεχτούν και μου επιμένουν
πως θα ’μενε η φωτογραφία κι έχω κάθε λόγο
να υποστηρίζω πως μυριάδες
άνθρωποι που ποτέ τους δεν
φωτογραφήθηκαν τίποτα περισσότερο
δεν πάθαν απ’ τους φωτογραφημένους,
γελούν, κι ευθύνες δε μου ρίχνουν
γιατί ήμουν νήπιο (κάποια φορά
να τους ρωτήσω πόσων ακριβώς
μηνών) και συνεχίζω, τίποτα
κανένας φωτογράφος δε μας σώζει, σίγουρη
η μοίρα μας κι είναι γενναίο
να την αποδεχτούμε, μου θυμίζουν
πόσες φορές να ’χω στηθεί κι ακόμα στήνομαι
με ύφος μπρος στον μάταιο
φακό, εδώ σκοντάφτω, τι να πω
τι να τους πω που λεν
αλήθεια και σαν να μη φτάνει
αυτό κάθομαι τώρα
εδώ κι εξιστορώ με κίνδυνο
μικρόν, βεβαίως, πλην
κίνδυνο ν’ αναιρέσω
πράξη του βίου μου νηπιακή που ωστόσο
σοφή κι ολόσωστη την κρίνω και περήφανο
περήφανο με κάνει ακόμα τώρα.
(Νυχτερινά δρομολόγια, 2010)
ΑΥΤΟΣ Ο ΓΕΡΟΣ
Αυτός ο γέρος
έγραψε ποιήματα.
Αυτός ο γέρος πάλεψε πολύ
να εκφράσει στη ζωή του το ανέκφραστο.
Γνώριζε
πως δεν θα το πετύχαινε, ακόμα κι όταν
κάποιες ελάχιστες στιγμές κατάφερε
ν’ αγγίξει, φευγαλέα να ψαύσει
το ανέκφραστο, ήξερε καλά
πως πίσω θα γυρνούσε μ’ άδεια χέρια
όμως αυτός
επέμενε και τώρα
τώρα που εγγίζει πια το τέλος, φεύγει
με ήσυχη συνείδηση
και προπαντός
κρατώντας κάτι σίγουρο
στα χέρια του, τη μόνη
βεβαιότητα, γνωρίζει
πως υπάρχει το ανέκφραστο.
(2011)