Το επίσημο βιογραφικό της Έλλης Γιαννόπουλου, όπως εμφανίζεται στα λεξικά είναι επιγραμματικό:
Αγρίνιο 1930- Ποιήτρια. Εργάσθηκε στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Εμφανίσθηκε στα γράμματα δημοσιεύοντας ποιήματα και παραμύθια (Δαμασκός 1955)· Έργα: Απόπειρα απεγνωσμένης ευτυχίας (1977), Ήμουν εκεί (1981), Το δίκιο των εντόμων (1983)» Πήλινο σώμα (1998), Από μακρύ ταξίδι (2002), Μη ρωτήσεις γιατί βρέχει (2004).
Το 2008, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Εριφύλη η τελευταία της ποιητική συλλογή Μεθεόρτια της λύπης, ενώ το 2006 το βιβλίο για παιδιά Ο κήπος με τα παραμύθια από τις εκδόσεις Δαμασκός.
Όμως, πέρα από το επίσημο βιογραφικό, γνώρισα την Έλλη όταν και οι δύο βρεθήκαμε ως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Αιτωλοακαρνάνων Λογοτεχνών. Έτσι, είχα τη χαρά να γνωρίσω από κοντά έναν γλυκύτατο και σεμνό άνθρωπο, μια ποιήτρια και μια παραμυθού, που όσο τη γνώριζα είχα την αίσθηση πως υπογράμμιζε πάντα και προς όλους με την ευαισθησία και συμπεριφορά της το μήνυμα που εμπεριέχεται στους στίχους της;
Εδώ ας σταθώ
στα όρια παρακμής και θριάμβου.
Έχω πολλά να κάνω εδώ
για το ποίμνιο πού σκόρπισε ασυνόδευτο
των στίχων μου κι ακόμα περισσότερα
για την αποπεράτωση της περιβλέπτου
αμοιβαιότητας πού ξεκινήσαμε μαζί
Χωρίς να επιθυμώ να ερμηνεύσω τους στίχους της, θα σταθώ στο βιωματικό στοιχείο που υποδόρια ώθησε τη γραφή της στην ανάπλαση μιας ειλικρινούς ευαισθησίας, μπορώ να πω τρυφερότητας, που διαχέεται τόσο στα ποιήματα της όσο και στα παραμύθια που κατά καιρούς εξέδωσε. (Ο καλός φίλος, 1953" Κόκκινη κλωστή δεμένη, 1954" Το κουκί και το ρεβύθι, 1955)· Πίσω βέβαια από την ευαισθησία υπάρχει και μια αγνότητα, ίσως (κυρίως στους στίχους της) και ένας ανάλαφρος αλλά λυγμικός ερωτισμός:
Ένας έρωτας για ν' αρτιωθεί
Χρειάζεται τη σταύρωση.
Με βρήκαν πού έπαιζα πεντόβολα με τα παιδιά
Στην ακρογιαλιά και με παρέδωσαν στους ανιόντες.
ή στο ποίημα «Λειψυδρία τέλος»:
Ασταθής ό ερωτάς του πλησίον. Έρχεται, φεύγει
κι επιστρέφει για να πάρει τον αφηρημένο
πού ξεχάστηκε στη στάση. Λειψυδρία τέλος!
Η γλυκιά λοιπόν κυρία Έλλη Γιαννόπουλου, χωρίς πλέον καμιά επισφαλή ισορροπία στη ζωή της, δεν ερωτοτροπεί με την υστεροφημία της (όπως γράφει σε ένα ποίημα), αλλά έχει εξασφαλίσει την υστεροφημία με τα πεζά και (έμμετρα και μη) ποιητικά της έργα, όπως με το τελευταίο της και πιο συμπαγές ποιητικό «σώμα», περισσότερο από το Πήλινο σώμα του 1998-
Κανένας θάνατος
Κανένας θάνατος δεν είναι μόνο θάνατος.
Έχει και τη σκόνη από τη χθεσινή αναλαμπή
που χάλκεψε ελπίδες, έχει και την τέφρα
από την έκλαμψη της αυριανής καταιγίδας.
Κανένας θάνατος δεν είναι μόνο θάνατος
από την πρώτη κιόλας στιγμή
αρχίζει να μιλάει ό χρόνος.
Αποδεκατισμένο το παρόν
υποθηκευμένο το μέλλον στο παρελθόν
από μέσα φέγγουν ώρες θριάμβου
γενεών αμαρτημάτων
και των εαυτού άγνοημάτων.
Κανένας θάνατος δεν είναι μόνο θάνατος.
Είναι και οι Άλλοι.
Χαϊδεύοντας ακόμα τη ζεστή ακινησία
ή τέφρα επισωρεύεται.
Για την Έλλη Γιαννόπουλου ισχύει μια διαπίστωση που γράφτηκε σε ένα δοκίμιο, ότι οι ποιήτριες, όταν αφήνονται στις δυνάμεις τους, γράφουν επιτυχημένα γιατί «η ποίηση τους είναι μια αποκάλυψη του κόσμου, του στενού, τον ευρύ, του πλατύτερου, όπως τον ζουν και όπως τον βλέπουν. Είναι μια εξομολόγηση» Πέρα όμως από την παραπάνω διαπίστωση, η Αγρινιώτισσα ποιήτρια επίμονα αναζητά και τους όρους μιας ουσιαστικής ηθικής, ισορροπώντας τις έντονες μνήμες με τη σάρκωση ενός λόγου ο οποίος πηγαία αναδεικνύει την αλήθεια, έστω και μέσα από έναν συμβολισμό που συνυπάρχει με τον ρεαλισμό, στοιχεία που εμφανώς διαχέονται στην ποίηση της και ιδιαίτερα στο βιβλίο Από μακρύ ταξίδι (2002), αλλά και πιο έντονα στην τελευταία της συλλογή.
Ο συναισθηματισμός, στον οποίο βασίζεται η απαρχή της γένεσης των στίχων στα ποιήματα της, μετουσιώνεται σε μια ρευστή, αλλά έντονη έκφραση, ιδιαίτερων βιωμάτων, προσωπικών εμπνεύσεων, υπαρξιακών στοχασμών με συμβολικές αναφορές, είτε ως αλληγορία πολλές φορές, είτε με την υποδήλωση μηνυμάτων, αλλά και παράλληλα με τη δυναμική μιας ρεαλιστικής έκφανσης της αλήθειας, «για την οποία μας διαβεβαιώνουν τόσο οι αισθήσεις, όσο και η αισθητική του ποιητικού και ποιοτικού της λόγου». Ανάμεσα βέβαια από αυτά τα στοιχεία, στους στίχους της Έλλης πλανάται το « απεγνωσμένο » που μετουσιώνεται «σ' έναν λεπτό, σαν αιθέριο λυρισμό», λυρισμό ο οποίος βγαίνει προς τα έξω με εικόνες και μια διάλεκτο που ανήκει αποκλειστικά στην ποιήτρια. Σ' ένα χαρακτηριστικό της ποίημα του 1986, περιτριγυρισμένο από ένα σχέδιο του Σπύρου Ορνεράκη (προσωπικά το θεωρώ ως ένα από τα καλύτερα ποιήματα που έχω διαβάσει για τη μητέρα), η 'Έλλη Γιαννόπουλου εκφράζεται λυρικά και ιδιόμορφα ρεαλιστικά, χωρίς να απεμπολεί τα στοιχεία της συμβολικής γραφής:
Ευκλιματούσα
Ή μητέρα μου ήταν μια γλάστρα
σ' ένα άπ' τα παράθυρα του ήλιου.
Τα μάτια της πάντα άγρυπνα
σ ανατολή και δύση
τα χέρια της αχνίζανε
βασιλικό και δυόσμο.
Στο τραπέζι πού έστρωνε,
— μυστικός δείπνος —
δεν έλειπε κανείς,
ή πόρτα της πάντα ανοιχτή στις τέσσερις εποχές.
Ή μητέρα μου
δεν αντιμίλησε ποτέ στους ανέμους,
δεν αντιστάθηκε στα δάκρυα.
Πέρασε απ' τη ζωή με βήμα ήπιο και σαν τα κυπαρίσσια
κι όπου το χέρι προκοπή
κι όπου το πόδι πέτρα.
Κι από τη ρίζα της σοφά
θρεμμένες εφτά λεύκες
στεγνώνουνε στο σύννεφο
τη δίχρωμη λύπη τους.
Ένα άλλο στοιχείο που υποδόρια αναφαίνεται σε πολλά ποιήματα της είναι ένα θρησκευτικό συναίσθημα, που όμως δεν έχει το χαρακτήρα της εμμονής, αλλά χρησιμοποιείται για τη διάνθιση του λόγου και πέρα απ' αυτό για άρσεις πνευματικές και λυρικές ανατάσεις, όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε κατά την απονομή σ' αυτήν του βραβείου ποίησης του Φιλολογικού Ομίλου Χίου το 2003. Είναι φυσικό, λόγω βιωμάτων, να ενσωματώνονται στην ποιητική της γλώσσα λέξεις εκκλησιαστικής ορολογίας, οι οποίες χαρίζουν υπερρεαλιστικά στοιχεία στην όλη ποιητική λειτουργία.
Πίσω όμως από την ευαισθησία, το λυρισμό και τη λεπτή αίσθηση της τρυφερότητας που εκπέμπουν τα ποιήματα της Έλλης Γιαννόπουλου, κρύβεται επιμελώς ένας περήφανος «ανδρισμός», που εκφέρεται με τον καταπληκτικό στίχο του ποιήματος «Όπως η θάλασσα » της συλλογής Από μακρύ ταξίδι (2002):
Τί άλλο να κάνει μια γυναίκα πού δεν είναι μοναχά, γυναίκα.
Σταχυολογώ από το ίδιο βιβλίο δύο χαρακτηριστικά ποιήματα, που δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά:
Τηλεφωνική εικασία
θέλω να σε ακούω πότε-πότε·
γι' αυτό επισκέπτομαι εκείνο το αίθριο
της εξομολόγησης, πού ξέχασες εσύ
τη φωνή σου, όπως άλλοι ξεχνάνε
την κάρτα τους στη συσκευή.
Εκεί βόσκει και ή δική μου φωνή
στο σιωπητήριο γρασίδι.
Έτσι
σ' ακούω εγώ και χωρίς να με καλέσεις
μ' ακούς κι εσύ χωρίς να διαταράσσεται
το νόημα της ουσίας,
Απερινόητη συν-ουσία.
Ή εξόριστη
Κερί πού λιώνει στον άρρωστο Σεπτέμβρη —
Ένα τριμμένο σάλι κι ένα θλιμμένο πείσμα.
Κι αδειάζοντας τα μάτια της στην πόρτα
το θάνατο πού ερχόταν ξεγελούσε —
Μα εκείνη γι' άλλο πάσχιζε.
Όταν ήλθε, ψιλή βροχή με τη βαλίτσα της
όλοι απόρησαν φυσάει, της είπαν στους διαδρόμους
και στα σαλόνια των ξενοδοχείων, όπως στα
σταυροδρόμια.
Και στα δωμάτια οι αποσκευές, μένουν αποσκευές.
Μα εκείνη γι' άλλο πάσχιζε.
Σαν όλες τις τιμωρημένες — για τη σπατάλη του
αίματος — μητέρες, την αμαρτία στην εξορία
να ξερκίσει πάσχιζε. (Είναι κωφάλαλο το πλήθος.)
Και στη μετάνοια θητεύοντας τα χωρισμένα μέλη της
στη συνοχή, προσβλέποντας στο θαύμα.
Στηριγμένη στο μπράτσο της τραπεζοκόμου
έσερνε το βήμα της σ' ένα μοναχικό Σεπτέμβρη
Κι όταν την είδαν λυγισμένο κρίνο στο τραπέζι
κι ας μην την πίστευαν, σ' άλλο τραπέζι
εκείνη ευφραίνονταν και γύρω της παιδιά κι εγγόνια.
Η Έλλη Γιαννόπουλου είναι μια ξεχωριστή κυριολεκτικά παρουσία στο χώρο της σύγχρονης γυναικείας —και όχι μόνο —ποίησης. Η ποίηση της, πέρα από το ότι κοινωνεί την ομορφιά και την αλήθεια, διαμορφώνει μια βαθιά υπαρξιακή ατμόσφαιρα, μέσα από μια αισιόδοξη μελαγχολία «εκπέμποντας σε χαμηλούς τόνους υπόγειες εκρήξεις παθών κι ανομολόγητους καημούς των αστεριών» και απευθύνει προς όλους ένα μήνυμα με μια ερωτική προσευχή, και ταυτόχρονα με ένα δοξαστικό για τη Γυναίκα, που έχει δικαίωμα στην αμαρτία, στο λάθος, σ' ένα κολύμπι «στ' απόνερα άγνωστων συγκινήσεων» και σε «νύξεις ακολασίας», όπως λέει στο ποίημα της «Ελαχίστου πολίτευμα »:
Κύριε
Ως ελάχιστος δεν έχω σχέση με τα μεγέθη
δεν συμμετέχω σε αγρυπνίες γονυκλισίες
και άλλα εμπράγματα αιτήματα.
Παντός καιρού πολίτευμα
ή λιτότης.
Έχοντας θριαμβεύσει στην αισιοδοξία
αφήνω να με λεηλατούν
ή φιλάσθενη κράση μου δεν επιδέχεται
τη χειρωναξία της επιφύλαξης.
Ως εφήμερος αισθάνομαι μακροβιότερος
χωρίς τη μέριμνα των μελλόντων αγαθών.
Αν και ολιγόπιστος προσβλέπω
στην αιωνιότητα της στιγμής.
Στον αιώνα της πολυγλωσσίας
δεν κατέχω άλλη πάρεξ
την ερωτική γλώσσα της Καταλλαγής.
Με την αφιλία και την προδοσία καθαρίζει
ή έκπληξη των διεσταλμένων ματιών
γιατί εγώ μια ζωή στο φαγοπότι της καρδιάς
έχασα τη φωνή μου και τώρα «ως στρουθίον μονάζον»
τραυλίζω το τραγούδι μου.
Κύριε
Ή αρετή ξεραίνει τις ρίζες του μυαλού μου
για να μείνω χλωρός χρειάζομαι την υγρασία
του ζωικού νοήματος που με περιέχει.
Τρωτός στην πολυπλοκότητα της επιθυμίας
ερωτοτροπώ με την υστεροφημία
αλλά και το πήλινο σώμα μου έπαμφοτερίζει.
Φιλαμαρτήμων περιέργεια πυροδοτεί εκρήξεις
στ απόνερα άγνωστων συγκινήσεων —
νύξεις ακολασίας
γι' αυτό, Κύριε, επιμένω εμπιστευτικά
ελάχιστος το πολίτευμα.
Ο έρωτας είτε με 'Εψιλον κεφαλαίο, είτε με οποιαδήποτε τρυφερή μορφή ζωής, είναι για την Έλλη Γιαννόπουλου ό,τι πιο ωραίο και δημιουργικό υπάρχει στον κόσμο. Και μέσα από τον έρωτα η πολύ καλή μας και ευαίσθητη ποιήτρια-γυναίκα μας κληροδοτεί διαχρονικά το μήνυμα: «Γερνάει όποιος δεν αγαπάει».
Αμάχητη αλήθεια
Κι έπειτα ήλθε ό έρωτας με πειστήρια
και αμάχητα τεκμήρια κι ας λέγαν
αλλά τα προγνωστικά στους καθρέφτες.
Μπήκε στην επικράτεια του ύπνου
όπως ό Νυμφίος «εν τω μέσω της νυκτός»
και αξίωσε την αναβάθμιση των αισθήσεων
παραβιάζοντας την ασυλία του οικοσυστήματος
γερνάει όποιος δεν αγαπιέται.
Τότε γυρίζει και του λέει:
ήταν μια φορά στα χρόνια της τιμωρίας
μια αθωότητα και περίμενε
έμφοβη του φθίνοντος χρόνου
τις αλκυονίδες του ερωτά για να εμπιστευτεί
το λυρισμό της.
Οι χειμώνες όμως απρόβλεπτοι
— όπως και οί τυφώνες — την έμαθαν
ν' ακούει τα άλαλα
να συμφωνεί με τα κωφάλαλα και να ορθοτομεί
τη δική της αμάχητη αλήθεια —
γερνάει οποίος δεν αγαπάει.
Έτσι λοιπόν πορεύεται η Έλλη Γιαννόπουλου σ' έναν ποιητικό δρόμο αισθημάτων από χρόνια και «από λόγο σε δυνατό αντίλογο». Ε, λοιπόν, κυρία Έλλη, «ας κουράζεται η αγάπη ».