Φρίντριχ Σίλλερ
Ο «ΜΙΚΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΣΙΛΛΕΡ
ΔΙΑΚΟΣΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ
ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ (1759-1805)
Κάθε λαός σεμνύνεται για τους όποιους μεγάλους μυσταγωγούς της Τέχνης του. και τους ηρωικούς πρωταγωνιστές της ελευθερίας του. Οι Γερμανοί, ανάμεσα από το πλήθος των μεγάλων πρωτουργών του πολιτισμού τους, είναι ιδιαίτερα υπερήφανοι για τρεις μεγάλους όσο και κλασικούς δημιουργούς: το Λούθηρο, το Γκαίτε και το Σίλλερ. Ιδιαίτερα συγκινεί και συνενώνει ολόκληρο το λαό τους το δίδυμο των μεγάλων ποιητών, Γκαίτε και Σίλλερ. Η ανέφελη και στενή φιλία των δύο τούτων ανδρών, τόσο διαφορετικών στο χαρακτήρα και στην τέχνη, συνετέλεσε στην αμοιβαία επίδραση και γονιμοποίηση της εμπνεύσεώς τους.
Από τον πρώτο σχεδόν καιρό της γνωριμίας του Σίλλερ με το Γκαίτε (1792) εγκαινιάστηκε μια σειρά ανταλλαγής επιστολών, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Ώρες», που εξέδιδε ο Σίλλερ, και τις αναδημοσίευσε σε σώμα ο Γκαίτε το 1828/29. Από τις επιστολές εκείνες εξελίχθηκε μια τόσο γνήσια, ανέφελη και ζεστή φιλία, ώστε κάποιοι να τη θεωρούν ως το μοναδικό δείγμα τέλειας φιλίας, όπως την ανέλυσε θεωρητικά ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια» ἢ την περιγράφει ὁ Μισέλ Μονταίνι στο σχετικό δοκίμιό του, παρά το ότι ο Αριστοτέλης τελικά αναφωνεί: «ώ φίλοι μου, δεν υπάρχει κανένας τέλειος φίλος!».
Στη δεύτερη επιστολή του Σίλλερ (Αύγουστος 1794) διαβάζουμε: «. . . Σεις έχετε να κυβερνήσετε ένα βασίλειο, εγώ όμως μια οικογένεια κάμποσων εννοιών, τις οποίες ευχαρίστως θα ήθελα να επεκτείνω φτιάχνοντας έναν μικρό κόσμο». Έτσι, μολονότι ο Σίλλερ ζούσε για αρκετά χρόνια με κλονισμένη την υγεία του (πέθανε από φυματίωση σε ηλικία 46 ετών), δεν έπαυσε από ηλικίας 20 ετών, όταν έγραψε το πρώτο του δράμα «Ληστές», που του χάρισε αιφνιδίως μεγάλη φήμη, να γράφει μέχρι που ο θάνατος τον βρήκε (να συνθέτει το δράμα του «Δημήτριος», που γι’ αυτό έμεινε ημιτελές). Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο «μικρός κόσμος», που ήθελε να πλάσει ο ποιητής-φιλόσοφος Σίλλερ;
Ο Σίλλερ ως ποιητής και φιλόσοφος είναι αυτοδίδακτος. Οι
μοναδικές σπουδές του τον είχαν αναδείξει σε στρατιωτικό γιατρό.
Και σπούδασε Ιατρική ως φοιτητής της βασιλικής στρατιωτικής
σχολής της Βυρτεμβέργης μόνο και μόνο για να αποφύγει το
επάγγελμα του πολεμιστή ή του βασιλικού αξιωματικού, όπως το
επιθυμούσε ο Εκλέκτορας της χώρας Karl Eugen. Ο σπουδαστής
Σίλλερ διάβαζε κρυφά Λογοτεχνία και Φιλοσοφία και προσπαθούσε να
ξεκαθαρίσει μέσα του τα σημεία του εγκόσμιου προσανατολισμού
του. Ο Σίλλερ μόλις είχε συμπληρώσει τα είκοσι χρόνια της ζωής
του, όταν έβλεπε να παίζεται το πρώτο του δράμα («Ληστές») στο
κρατικό θέατρο του Μανχάιμ! Στο έργο αυτό ο Σίλλερ χάραζε το
δρόμο, που ήθελε να πορευθεί ως δημιουργός: να αποκτήσει γνώσεις
και μέσα απ’ αυτές να κατακτήσει την ελευθερία του για να
πράττει κατά συνείδηση το αγαθό, το υψηλό και το ωραίο.
Τις γνώσεις για το θέατρο τις απέκτησε μελετώντας και αναλύοντας έργα: των μεγάλων δραματουργών της ελληνικής Αρχαιότητας, του Σαίξπηρ, του Ρακίνα και των συμπατριωτών του οπαδών των κινημάτων του Διαφωτισμού, της «Θύελλας και Ορμής» και του Ρομαντισμού, (Κλάιστ, Κλόπστοκ, Λέσσιγκ, κ. α΄). Στον φιλοσοφικό του προσανατολισμό τον βοήθησαν τα έργα των: Ρουσώ, Λάιμπνιτς, Βολφ, Β. Χούμπολντ, του Λέσσιγκ και των μεγάλων φιλοσόφων του γερμανικού ιδεαλισμού (Φίχτε, Σέλλιγκ, Εγέλου και Καντ).
Η σκέψη του Σίλλερ ωριμάζοντας προσανατολίζεται σταθερά στην πρακτική φιλοσοφία, τη φιλοσοφία του πολιτισμού και την Αισθητική. Και συνταιριασμένη σε δίδυμη σχέση με την ποιητική του δημιουργία μάς έδωσε μια σειρά (10) υπέροχων δραμάτων και μια μεγαλύτερη σειρά φιλοσοφικών επιστολών, δοκιμίων και πραγματειών. Ο μελετητής του έργου του Σίλλερ ανακαλύπτει μια θαυμάσια όσμωση θεωρίας και πράξης, καθήκοντος και συμπάθειας, χάριτος και αξιοπρέπειας, αναγκαιότητας και ελευθερίας, φύσεως και νόμου, ζωής και Τέχνης. Η συγχώνευση αυτή, που ενισχύει τον άνθρωπο στην πορεία του προς ελευθερίαν, εκδηλώνεται μέσα από την ευεξία της ορμής του προς το παιγνίδι για τη σύζευξη της μορφής με το λόγο. Γιατί μόνον έτσι αυτή η ορμή τον βοηθεί να γίνει τέλειος άνθρωπος, και θα συστήσει τότε μιαν ενότητα ανάμεσα στην αισθητικότητα και το λόγο.
Η ορμή για παιγνίδι είναι έμφυτη στην ηθική φύση του ανθρώπου. Με την καλλιέργεια αυτής της ορμής αφυπνίζονται οι δημιουργικές καταβολές του ανθρώπου, οι οποίες τον αξιώνουν να γίνει μορφοποιός της ύλης, των ήχων και της κίνησης. Ως τέτοιος μορφοποιός ο άνθρωπος αναπτύσσει συνακόλουθα τη λογική του και δημιουργεί τις τέχνες με αποκορύφωση τις ελεύθερες τέχνες. Μ’ αυτές εναρμονίζεται η διαφορετικότητα των εκδηλώσεων του ανθρώπου και δημιουργείται ο πολιτισμός. Ο πολιτισμός αποτελεί σύνδεση της ζωής με την Τέχνη. Στη 15η επιστολή του φιλοσοφικού του δοκιμίου «Για την αισθητική αγωγή του ανθρώπου» διαβάζουμε: «Ο ἀνθρωπος είναι άνθρωπος με πλήρη σημασία της λέξεως εκεί όπου παίζει».
Όμως το αισθητικό παιγνίδι, που είναι απαλλαγμένο από την αγωνία και το πάθος, από τον παραλυτικό φόβο στις ακρώρειες της έμπνευσης και στη άβυσσο της πλαστικότητας, και διακρίνεται από την άνεση της ρέμβης και το θάλπος του ονείρου, έχει να κάμει με τη σοβαρότητα του περιεχομένου και την αρχιτεκτονική της μορφής. Το κάλλος από την αρμονική συζυγία τούτων αποδίδει μια ζώσα μορφή στον αιθέρα της ελευθερίας. Γιατί το κάλλος επ’ ουδενί είναι χρησιμοθηρικό ή ωφελιμιστικό, αλλιώς θα αυτοαναιρούνταν.΄
Ετσι η ωραιότητα από τη μια με την αισθητή φύση και από την άλλη
με τον αιθέριο κόσμο του λόγου γίνεται έκφραση μιας ιδέας. Και η
ιδέα αυτή ως ύψιστη σκέψη, ως μια βούληση «πέρα από το χρόνο και
το χώρο. υφαίνει τη ζωή μας». Το ποίημα του Σίλλερ «Τα λόγια της
πίστης» αποτελεί το φιλοσοφικό του μανιφέστο για τη ζωή και τη
δημιουργία, το σύμβολο πίστεως για την αισθητιική του θεωρία:
Τα λόγια της πίστης
Τραγουδάω τρεις λέξεις με νόημα,
που ο καθένας μπορεί να τις μάθει·
της γλώσσας δεν είναι μολόημα,
στης καρδιάς αντηχούνε τα βάθη.
Την πίστη σ’ αυτές όποιος χάνει,
τη ζωή του αχρείαστη κάνει.
* * *
Αρετή! που δεν είν’ άδειος ήχος,
και μπορεί, ο καθείς στη ζωή του
αν σκοντάψει, να γίνει το τείχος,
να φρουρεί θεϊκή την ψυχή του.
Κι ό,τι ο νους των σοφών δε θωρεί,
ο καλός να το βλέπει μπορεί.
* * *
Λευτεριά! τ’ ανθρώπου είν’ η μοίρα,
ειδ’ αλλιώς θα γεννιόταν δεμένος.
Μη γελιέστε απ’ της πλέμπας τη γύρα,
των ταγών τις ψευτιές και το μένος!
Ο σκλάβος που χτυπάει και γκρεμίζει,
να χαρεί λευτεριά, σας φοβίζει;
* * *
Κι ο Θεός! μια βούληση που μένει,
κι όταν κείνη των θνητών θα σαλέψει.
Πέρα από χρόνο και χώρο υφαίνει
τη ζωή μας μια ύψιστη σκέψη.
Κι όσο κυκλοφορεί αιώνιο ρεύμα,
ήρεμο στις αλλαγές μένει το πνεύμα.
* * *
Τρεις λέξεις στο νου σας κρατήστε,
και φυτέψτε από στόμα σε στόμα,
για δεν
έρχονται απέξω, κι αφήστε
της ψυχής να τις βλέπει το όμμα.
Του
θνητού την τιμή δεν αρπάζουν,
αν σε λέξεις πιστεύει π’ αξιάζουν».
(Απόδοση Δ.Γ.Γ.)
Στο ποίημα αυτό, που εκφράζει αλήθειες του Φυσικού Δικαίου,
εξυφαίνεται το αρχέγονο βίωμα του ποιητή για το νόημα της
ελευθερίας και του υπεραισθητού καθορισμού της. «Ελευθέρους
αφήκε πάντας ο θεός· ουδένα δούλον η φύσις πεποίηκε» είχε
αποφανθεί, λίγο μετά από τον Αντιφώντα τον Ραμνούσιο, τον
τέταρτο κι όλας αιώνα, ο Ελεάτης κυνικός φιλόσοφος και μαθητής
του Γοργία, ο Αλκιδάμας. Ενώ η φυσική πραγματικότητα διέπεται
από τους νόμους της αιτιότητας (της Τύχης, της Ειμαρμένης, της
παροδικότητας μέσα από την διελκυστίνδα γένεσης-φθοράς, από την
πολυάγκιστρη εξάρτηση του πνεύματος από τα φθαρτά σώματα και την
παντοδυναμία του θανάτου) και φαίνεται να αναιρεί την πίστη στη
δυνατότητα της ελευθερίας, ο ποιητής Σίλλερ αναζητεί μιαν ασφαλή
βάση για την πίστη του, για την ουσία, τους νόμους και τις
μορφές εκφάνσεως του Ωραίου. Και βρίσκει αυτή τη βάση στις
σχέσεις αλληλεξάρτησης του Ωραίου, του Αγαθού και του Αληθινού.
Έτσι θα ξεπεράσει την απειλή της εποχής του για την
απολυτοποίηση της φυσικής και υλιστικής αιτιότητας και την
άρνηση μιας ανώτερης απόλυτης διάστασης.
Με το θαύμα της «καθαρής μορφής» αφυλίζεται το αισθητό και χάνει
το βάρος του (Πρβλ. το λόγο του Θεόφιλου «τα ζωγραφισμένα ψωμιά
δεν πέφτουν») και έχει μεταβληθεί σε καθαρότατη έκφανση του
ψυχικού και πνευματικού, του υπεραισθητού περιεχομένου. Έτσι το
αισθητό μέσα από την ομορφιά έχει αναπτυχθεί σε πλήρως ελεύθερη
τελειότητα. Μέσα σε τούτο το ενέργημα συζευγνύεται η ελευθερία
του πνεύματος του καλλιτέχνη με την ελευθερία του έργου και μαζί
προσδιορίζουν την ουσία του Ωραίου.
Ο Σίλλερ
δεν είναι κάποιος «αφελής», δηλ. απλοϊκός ποιητής, για να γράφει
κατά τις παρωθήσεις
του συναισθήματός του· είναι ένας γεννημένος ποιητής του
Τραγικού, όπως ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Σαίξπηρ ή
και ο Μπρεχτ. Γι’ αυτό παράλληλα προς την αρμονία του Ωραίου ως
σύνθεση χάριτος και αξιοπρεπείας, έβαλε και το μέγεθος του
Υψηλού, με το οποίο αναδεικνύεται η ελευθερία και η απολυτότητα
του πνεύματος. Η τραγωδία είναι το καλλιτέχνημα, με το οποίο
γίνονται αμετακίνητα στο έπακρο τα όρια της ομορφιάς, όπου τα
συμφιλιώνει με την Ειμαρμένη και την Ανάγκη.
Ο Σίλλερ είχε συνδέσει αρμονικά το Αγαθό με το Ωραίο, το δε
Ηθικό με το Αισθητικό. Αλλά ο φιλόσοφος Σίλλερ είναι ποιητής της
ολότητας του ανθρώπου και της ενότητας του κόσμου. Έτσι τώρα
συνδέει και τα δύο αυτά ζεύγη σε μιαν ενότητα, η οποία δεν θα
αποδίδει κάποια ηθικολογούσα Αισθητική ούτε κάποια
αισθητικολογούσα Ηθική.
Ο κλασικός Σίλλερ, όσο κι αν σήμερα μάς φαίνεται απόμακρος,
γιατί ακριβώς από μάς λείπει δυστυχώς ο ανάλογος πνευματικός
ορίζοντας, μάς καθοδηγεί για το δρόμο της ελευθερίας,
προτείνοντάς μας τον παράδρομο της αισθητικής άσκησης, γιατί
μόνον αυτή οδηγεί στο απεριόριστο. Κάθε άλλη άσκηση προικίζει
μεν με κάποια επιδεξιότητα, αλλά μάς σταματάει μπροστά σε ένα
ιδιαίτερο όριο. Μόνο με την αισθητική άσκηση αποδεσμευόμαστε από
το χρόνο και βιώνουμε την καθαρότητα και την ακεραιότητα της
ύπαρξής μας.
Στο
δεύτερο γράμμα του προς τον Γκαίτε ο Σίλλερ είχε εκφράσει το
όνειρό του να φτιάξει με την τέχνη του «ένα μικρό κόσμο». Και θα
ήθελε, ο κόσμος αυτός να είναι ιδεαλιστικός, υπεραισθητός,
υπερκόσμιος. «... κάθε θνητό που αφανίζεται, όλο φως, όλο
ελευθερία, όλο δύναμη», να είναι το αποτέλεσμα της δημιουργίας
του. Το πώς φανταζόταν ο ποιητής αυτή την εξαϋλωτική μετάβαση,
μάς το έδειξε με το τέλος του δράματός του «Η παρθένος της
Ορλεάνης» (1801):
Η Ιωάννα βαριά τραυματισμένη πεθαίνει
μπροστά στο Κάρολο, που οι θριαμβικές νίκες της τον έστεψαν
βασιλιά της Γαλλίας. Όλοι, ο βασιλιάς και οι ακόλουθοί του,
είναι βέβαιοι για το θάνατό της. Εκείνη όμως ανορθώνεται σαν
οπτασία μέσα σ’ ένα σκηνικό με ρόδινες ανταύγειες και
τρισευτυχισμένη κρατεί τη σημαία του έθνους, με την οποία η ίδια
πολεμώντας μπροστά ως αληθινός πολέμαρχος είχε οδηγήσει τον
γαλλικό στρατό σε περίλαμπρες νίκες κατά των Άγγλων. Καταθέτει
ευλαβικά τη σημαία μπροστά στο θρόνο του βασιλιά, ενώ εκείνος
διατάσσει να δώσουν σ’ αυτήν τη σημαία. Κρατώντας την η Ιωάννα
υψώνει το βλέμμα προς τον ουρανό, βλέπει το υπεριστορικό και
συμβολικό όραμα να ανοίγουν οι χρυσές πύλες της επουράνιας
βασιλείας, και με ανυψωμένη τη σημαία προς τον ουρανό, καθώς και
η ίδια απογειώνεται, επιλέγει:
«Το τόξο το ουράνιο βλέπετε στον
αέρα;
ο ουρανός τις πύλες του ανοίγει τις
χρυσές,
μες των αγγέλων το χορό σημαία
λαμπυρίζει,
στο στήθος της βαστάει το Γιο,
αθάνατο να ζει.
Χαμογελώντας ο στρατός δίπλα μου την
απλώνει.
Τί μου συμβαίνει! -αλαφρά σύννεφα με
σκεπάζουν–
κι ο θώρακας αβάσταγος γίνεται ντύμα
φτερωτό.
Απάνω, απάνω στα ψηλά! η γη υποχωρεί.
Ο πόνος είναι σύντομος, μα η χαρά
αιώνια!».
Δημοσθένης Γ. Γεωργοβασίλης
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “ΠΑΡΟΥΣΙΑ”
των Αιτωλοακαρνάνων λογοτεχνών.