Αν ο κωφός Γερμανός μουσουργός, ο μέγας Μπετόβεν, απαλλαγμένος από τους θορύβους της ζωής, με τις εξαίσιες συνθέσεις του και ιδιαίτερα με τις γεμάτες τραγικότητα και ηρωικό ήθος μπαλάντες του έφτασε στα βάθη της ψυχής μας, ο Έλληνας ποιητής Γιάννης Ρίτσος με τις ποιητικές του μπαλάντες, συγκλονισμένος αυτός από τους θορύβους της ζωής και τους ορυμαγδούς του θανάτου, έφτασε στα μύχια της ψυχής μας με τον λαϊκότροπο κι όμως διατρητικό και ακάθεκτα καταδυτικό λόγο του.
Αν ο Γάλλος ποιητής Αλφρέδος ντε Μυσσέ συνέθεσε την περίφημη «Μπαλάντα της Σελήνης», με σκοπό να παρωδήσει, έστω πνευματωδώς, το ποιητικό αυτό είδος της επικολυρικής μελαγχολίας και τραγικότητας, ο Γιάννης Ρίτσος, με την ειλικρίνεια, τη σοβαρότητα και την τιμιότητα του πόνου μπροστά στους αδιάρρηκτους τοίχους των αδιεξόδων της σύγχρονης ζωής, έστησε ένα μνημείο έκπαγλου κάλλους και τραγικού μεγαλείου.
Το πολυσήμαντο αυτό ποίημα, «Η Σονάτα του Σεληνόφωτος» ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1956 στην Αθήνα. Ο ποιητής του, που δεν ήταν άμοιρος μουσικής παιδείας, εικαστικής ευαισθησίας και θεατρικής αγωγής, κάλεσε σε συλλείτουργο όλες αυτές τις καλές τέχνες, για να ψάλει το μεγαλυνάρι της συν-πάθειας και της συν-αξίωσης. Έτσι, για να υποβοηθήσει τη φαντασία μας, προτάσσει παρενθετικά τις ακόλουθες σκηνοθετικές πληροφορίες: «Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλαιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ' ένα νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ' τα δυο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στο Νέο».
Το ποίημα, που απλώνεται σε 226 ελεύθερους στίχους και 21 στροφές, αρχίζει με την παράκληση της Γυναίκας προς το Νέο: «Άφησέ με νάρθω μαζί σου!» Τούτη η φράση επαναλαμβάνεται δεκαπέντε φορές και ακούγεται σαν μια επωδός μετά από κάθε στροφή και αντιστροφή. Ο ποιητής ακολουθεί το ««τριαδικό σχήμα» θεματοποίησης στην εκ βαθέων ψυχής «άχρηστη εξομολόγηση» της Γυναίκας-Ζωής. Ως πρώτο θέμα του είδε τις ψευτιές και τις ψευδαισθήσεις της κοινωνίας, που κατατυραννούν το άτομο και την οικογένεια μέσα στο σπίτι, αφού λείπει παντελώς ο ήλιος της κοινωνικής δικαιοσύνης και τον υποκαθιστά το φως της «πλησιφαούς σελήνης». «Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μας στο σπίτι». Οι οδυνηρές αντιθέσεις του νέου και του παλιού, της άνοιξης και του χειμώνα, του φωτός και του σκότους, στις ποικίλες σχέσεις, και οι μειξοβάρβαρες συνδέσεις τους στο ημίφως η. στο «φεγγαρόφωτο μεταβάλλουν το σπίτι από εστία ασφάλειας, στοργής και αγάπης, σε ασφυκτικό κλοιό φόβου, τρόμου, εγκατάλειψης και μοναξιάς.
Ως δεύτερο θέμα ορίζει ο ποιητής τη συντροφιά στη γειτονιά, στη μικρή πλατεία και τον αυλόγυρο του ενοριακού ναού του Αη-Νικόλα, προστάτη των πλωιζομένων και σωτήρα των ναυαγών. Η Γυναίκα-Ζωή επιθυμεί πολύ τη συντροφιά του Νέου στην έξοδό της από το «τσακισμένο σπίτι» προς τον περίγυρο της γειτονιάς. Εδώ το «πεζούλι» με την πτήση της φαντασίας «μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα, μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους» αποτελούν την ηρωική έξοδο από τον κλωβό του σπιτιού και το δίχτυ της μοναξιάς, αλλά συγχρόνως προετοιμάζουν και τη μετάβαση στο τρίτο θέμα: «Το ξέρω καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στη δόξα και στο θάνατο».
Και «η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη», που έτσι «ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο, τόσο θετική σαν μεταφυσική», θα δώσει στη Γυναίκα-Ζωή συνείδηση της αντινομίας: ότι υπάρχει και δεν υπάρχει. Και η βίωση αυτής της επώδυνης και αιχμηρής αδυναμίας κορυφώνει την ένταση τι τραγικής ατμόσφαιρας και φτερώνει την ψυχή, για να τείνει να φύγει από το σπίτι, να απογειωθεί από τη μικρή γειτονιά και να πετάξει αιθέρια στο κοσμικό χάος.
Η Γυναίκα-Ζωή, που «είχε εκδώσει δυο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής», είχε συνομιλήσει παλιότερα με το Θεό που της εμφανίστηκε «ντυμένος με την αχλύ και τη δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος», στο τέλος της μπαλάντας πείθεται ότι δεν είναι δυνατόν να συνοδοιπορήσει με το Νέο. Κι ενώ τον ικετεύει για τελευταία φορά να την αφήσει να πάει μαζί του, εκείνος παγερός κι αδιάφορος φεύγει μονάχος. Και η Γυναίκα-Ζωή (με ενισχυμένη την αυτοπεποίθησή της) αναγνωρίζοντας επιτέλους ότι είναι αδύνατη η συμπόρευση του Νέου με το Παλιό χωρίς δύναμη του αγνού έρωτα της ζωής, χωρίς την απελευθέρωση από τα ταμπού και τα ποικίλα δεσμά, δεν μπορεί να βγει από το «τσακισμένο σπίτι». Πρέπει πρώτα να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα της εποχής της: Να ιδεί «την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου, την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της, την πολιτεία που όλο μας αντέχει στη ράχη της με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχθρες μας». Δεν θέλει ν' ακούσει «τα μεγάλα βήματα» του ηδονικού κι ανέκφραστου Νέου «μήτε τα βήματα του Θεού» μήτε ακόμα και τα δικά της βήματα.
★ ★ ★
Ο παραγωγός αυτής της υποδειγματικά πειραματικής ταινίας Νίκος Ξυθάλης είναι Προυσιώτης. Η αγάπη του για το θέατρο τον οδήγησε στη σχολή Σταυράκου, όπου ειδικεύτηκε στην τέχνη του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Μεταξύ 1970 και 1974 μαζί με τον αείμνηστο και έξοχο συγγραφέα Φώντα Κονδύλη, υπήρξε συνιδρυτής και συνιδιοκτήτης του εκδοτικού οίκου «Αρίων», ο οποίος πλούτισε την ελληνική βιβλιογραφία με έργα σημαντικών θεωρητικών του θεάτρου όπως του Μπρουκ, του Έσλιν, του Μπρεχτ, του Γκροτόφσκι και πολλών άλλων. Στο θέατρο εμφανίστηκε το 1976. Έπαιξε ρόλους σε πολλούς αξιόλογους θιάσους. Οι Αγρινιώτες φίλοι τού θεάτρου τον έχουν γνωρίσει από κοντά, διότι το 1983 έπαιξε στο ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Αγρίνιου στο έργο του Στρατή Βορά «Παλαιστές» και στο έργο του Σαίξπηρ «Οθέλος». Με τη σκηνοθεσία ασχολείται από το 1978. Έχει σκηνοθετήσει δεκάδες θεατρικά έργα, πολλά σίριαλ («Έξωση», «Η Δίκη του μεσημεριού», «Πρωινό άστρο» κ.ά.). Στο ενεργητικό τού άξιου σκηνοθέτη εγγράφεται μέχρι τώρα η σκηνοθεσία πέντε ταινιών, ενώ ως αυτόνομος παραγωγός παρουσιάζεται την Παρασκευή, στις 16 του περασμένου Μάΐου στον Περισσό, στο «Σπίτι του Λαού», όπου στη μεγάλη αίθουσα συνεδριάσεων προβλήθηκε για πρώτη φορά η πρόσφατη δημιουργία, η προσωπική του ταινία «Μπαλάντα για το χαμένο σεληνόφως».
Ο Νίκος Ξυθάλης, άνθρωπος ικανής παιδείας, λεπτής καλλιτεχνικής ευαισθησίας, πλούσιας ανθρωπιάς, ακάματος μαχητής της ζωής και άκαμπτος αγωνιστής στο στίβο των κοινωνικών αγώνων και αθλημάτων, είναι ένας μύστης της θεατρικής τέχνης από εκείνους δυστυχώς τους λίγους και εκλεκτούς, που ωδινώνται για την τηλεοπτική καταβαράθρωση όχι μόνο του ελληνικού, αλλά του διεθνούς κινηματογράφου, ο οποίος έχει αλωθεί ολοκληρωτικά από τα εξαμβλώματα της αμερικανικής τρομολαγνείας και του σεξιστικού εμπορίου. Ο Νίκος Ξυθάλης με το έργο του αυτό αποδεικνύει ότι είναι ένας σκηνοθέτης και κινηματογραφιστής, που πεισμόνως δεν ενδίδει στο δέλεαρ της εύκολης και γαργαλιστικής επιτυχίας, αλλά εδραίως πιστεύει ότι οι αληθινοί καλλιτέχνες είναι «κληρωτοί της εποχής» τους και όχι μαιευτήρες των προβλημάτων της κοινωνίας.
Από τη σκοπιά αυτή αποτόλμησε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ένα σύγχρονο ποιητικό αριστούργημα πολυπρισματικής διαθλάσεως, το οποίο στα χέρια του λειτούργησε σαν ένα πολυπρίσμα, μέσα από το οποίο διαθλώνται και αναλύονται οι συνιστώσες της σύγχρονης κοινωνίας. Όσοι θεατές ή επιτήδειοι αναλυτές της ταινίας αυτής επιδοθούν ή ζητήσουν φιλολογική ανάλυση, θα υποπέσουν σε μέγα λάθος, ωσάν τον ανεπιτήδειο γιατρό που θέλει να κάμει μάθημα ανατομίας επάνω σε σώμα και όχι σε πτώμα Γιατί το κινηματογραφικό δημιούργημα, που στοιχειώνεται από την πνοή του λογοτεχνικού έργου, είναι ζωντανό, αναπνέει, τρέχει, ασθμαίνει και δεν του βολεί να ξαποστάσει. Κι ο αναλυτής πρέπει να είναι κάλαμος εξασκημένης αντοχής και δέκτης οξείας αντιληπτικότητας, για να καταδύεται και να παρακολουθεί βαθιά τα ρεύματα και τη ροή του θεάματος, χωρίς να περισφίγγεται από τα μαγνάδια της σαγήνης και της υποβολής.
Ο Νίκος Ξυθάλης μόχθησε προλεταριακώς και πέτυχε να δώσει σ’ αυτούς τους λίγους και εκλεκτούς ένα δείγμα γενναίας σπουδής και εύτολμης προσέγγισης της σύγχρονης πραγματικότητας. Χωρίς να παραλείψει, να μεταβάλει ή να προσθέσει ούτε λέξη στο κείμενο του Ρίτσου, σχολίασε ερμηνευτικά το πολυσχιδές νόημα του ποιήματος και μάλιστα με αξιέπαινη ευρηματικότητα εικόνων-συμβόλων, που λειτουργούν στο υποσυνείδητο του θεατή ως παρωθητικά εναύσματα αγωνιστικής ζωής.
Ως σύμβολα ορόσημα στον αγωνιστικό στίβο της ζωής ο σκηνοθέτης- σχολιαστής πήρε εικόνες της ζωής της πόλης ένα ανοιξιάτικο βράδυ λουσμένο στο ασήμι του φεγγαρόφωτου. Οι αντιστίξεις του ποιήματος δηλώνονται έντονα στην ταινία με τις εκρηκτικές αναθέσεις αφενός της εξωραϊσμένης προθήκης του νεοπλουτικού επιδεικτισμού και αφετέρου της εξαθλιωμένης και αναίτια εξολοθρευόμενης τάξης των ανυπεράσπιστων ομήρων του. Εικόνες-σύμβολα νοηματοδοτούν αφυπνισπκά με δραστικό κοινωνικό περιεχόμενο την ερημιά του ποιητικού λόγου και τον μεταφέρουν εύχυμο και ζωοποιό στη συνείδηση του θεατή. Κάθε προσπάθεια για σχεδιασμένη με δόγματα και προλήψεις δρομολόγηση της κοινωνικής ζωής προς αδιέξοδους χώρους είναι καταδικασμένη, όταν απουσιάζει ο ήλιος της κοινωνικής δικαιοσύνης. Στο φεγγαρόφωτο γεννιούνται και μεγαλώνουν όλα τα νοσήματα της κοινωνικής παθογένειας. Ο απολαυστικός βίος με κάθε λογής παράθλαση των ειδώλων της ηδονής. Ο καταναγκασμός, το έγκλημα, κ,απδάδεια του πλούτου, ο εξτρεμισμός της κραιπάλης, η αθλιότητα της πενίας, το βάθος της ένδειας λειτουργούν ως κυματίζοντες ομόκεντροι κύκλοι στην υγρή επιφάνεια,
Ο Νίκος Ξυθάλης λίαν ευφυώς ανακάλυψε τούτο το επιμελώς κρυμμένο από τον ποιητή νήμα της Αριάδνης, για να βοηθήσει κυρίως τον μέσο θεατή να βγει από το λαβύρινθο ίου Μινώταυρου της εποχής μας. Όλες οι σκηνές, που υπομνηματίζουν την μπαλάντα, αποτελούν μια σειρά ομόκεντρων κύκλων της ανθρωποκεντρικής σοσιαλιστικής βιοθεωρίας. Ό τολμηρός σκηνοθέτης, σεμνός, ευγενής και πράος λειτουργός της Τέχνης με πρωταγωνίστρια την υπέροχη ηθοποιό Άννα Φόνσου, πολύ γνωστή και στο θεατρόφιλο κοινό του Αγρίνιου ως πρωταγωνίστρια έργου του Μπέρτολτ Μπρεχτ («Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν») και πλαισιωμένος από πλειάδα ευέλπιδων νεαρών ηθοποιών καθώς και πολλών άξιων συντελεστών της τέχνης, δημιούργησε ένα έργο υποδειγματικής και οδηγητικής τόλμης, που πρέπει να αποτελέσει αφετηριακό σταθμό. Διότι η σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή των Ελλήνων έχει να παρουσιάσει αξιόλογα έργα, τα οποία αναμένουν το σκηνοθέτη τους. 15 όπως η τόλμη του μεγάλου μας μουσουργού Μίκη Θεοδωράκη ανέσυρε το λαϊκό τραγούδι από. Την ασφυξία του τεκέ και το ανέβασε στα ύψη της βυζαντινής μελωδίας και στα πλάτη του δημοτικού τραγουδιού ή πήρε τους βουβούς στίχους ποιητών και τους ρυθμοποίησε στο βηματισμό των ανθρώπων του λαού, μεταβάλλοντας ένα διαρκώς θρηνολογούντα λαό σε μιαν απέραντη πολυφωνική, αυτόχρημα παλλαϊκή χορωδία, έτσι αξίζει να ευελπιστούμε ότι θα λειτουργήσει και το λίαν επιτυχές πείραμα του Νίκου Ξυθάλη. Αν σήμερα ζούσε ο ποιητής, θα δοκίμαζε βαθιά συγκίνηση και θα χειροκροτούσε ενθουσιωδώς με ευγνωμοσύνη το κατόρθωμα του αξιαγάπητου και σεβαστικού μαθητή. Αν έχει την τύχη και προβληθεί ευρύτερα η ταινία αυτή σε κάποιο διαγωνισμό, ασφαλώς θα αναγνωρισθεί η αξία της και πιθανώς οι υπηρέτες της μικρής οθόνης θα φιλοτιμηθούν να επεξεργάζονται θέματα κοινωνικής αφύπνισης, εγρήγορσης και αγωνιστικού προβληματισμού. Η μουσική υπόκρουση, που συνοδεύει την παράσταση, δεν έγινε βέβαια με τη μελωδία του Μπετόβεν, όπως είχε αισθανθεί ο ποιητής, («και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η "Σονάτα του Σεληνόφωτος”, μόνο το πρώτο μέρος»).
Πράγματι η σονάτα του Μπετόβεν ως γνωστόν αποτελείται από τρία μέρη: I. Adagio SostenutoΙ, ΙΙ. Allegretto & Trio, IIΙ. Presto Agitato). 0 νεαρός συνθέτης Δημήτρης Βαρελόπουλος με τους υπαινικτικούς και υπέροχα συμβολικούς ήχους του γεφύρωσε και γέμισε τα διαστήματα της αμείλικτης ευεργεσίας σιωπής και ουρανοδρόμησε τον «εξαίσιο ίλιγγο» των πτηνών και μεγάλων ονείρων. Οι ηθοποιοί (Νικόλας Παπαγιάννης, Γιώργος Κώνστας, Γιάννης Θωμάς και Ντενίζ Μπαλτσαβιά) και ο συνθέτης συνεργάστηκαν πειθαρχημένοι στο πνεύμα του ποιητή και ανέδειξαν το βαθύτερο νόημα του ποιήματος μέσα από τους ερωτικούς, τους πένθιμους, τους νηπενθείς, τους μελαγχολικούς, τους οργιαστικούς, τους συμβολικούς και τους λειτουργικά εικαστικούς σχολιασμούς του σκηνοθέτη.
Ο Νίκος Ξυθάλης, που στην εφηβεία του ονειρεύτηκε και λίκνισε τα όνειρά του στα κύματα της Τριχωνίδας, θα ήταν λίαν ευεργετικός για τη θεατρική παιδεία των συμπολιτών μας στο Αγρίνιο, αν υπήρχε η δυνατότητα να προσκληθεί από τον άξιο και κανό σημερινό καλλιτεχνικό διευθυντή του ΔΗΠΕ.ΘΕ. Αγρίνιου να σκηνοθετήσει με την ευφυΐα του και το ριψοκίνδυνο ταλέντο του κάποιο έργο, και μάλιστα ακόμα και από εκείνα που δεν έχουν μέχρι τώρα τιμηθεί επί σκηνής. Είδα την ταινία στην πρώτη της προβολή την Παρασκευή 16 Μαΐου, στον Περισσό, στο «Σπίτι του Λαού», στην αίθουσα συνεδριάσεων. Κι αντίκρυσα στα πρόσωπα αρκετών εκλεκτών θεατών ένα «χαμόγελο αθανασίας». Θαύμασα το κατόρθωμα και αυτό μου φτάνει.
«Ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς ό,τι θαυμάζεις, σου φτάνει ο θαυμασμός σου».