Τον περασμένο μήνα στο Γαλαξίδι
έγιναν τα εγκαίνια της Ναυτικής
Πινακοθήκης. Πόθος και μόχθος πολλών
Γαλαξιδιωτών, που βλέπουν με περισσή
εγκαρτέρηση κι ευγενική μελαγχολία
τη νέκρωση του ένδοξου λιμανιού τους
και το μουσειακό χαρακτήρα της
κωμόπολής τους. Οργανωτής ήταν ο
μεγάλος ζωγράφος μας Σπύρος
Βασιλείου.
Βέβαια αυτή η Πινακοθήκη άλλο από
μερικά σαρακοφαγωμένα
ακρόπρωρα-γοργόνες, άγκυρες, σύνεργα
ιστιοφόρων, μνήμες παντοειδείς της
άλλοτε μακροχρόνιας και ανθηρής
ναυτικής ζωής του Γαλαξιδιού, καθώς
και ελαιογραφίες με ναυτικά θέματα
ντόπιων λαϊκών ζωγράφων, δεν έχει να
παρουσιάσει ακόμα. Φτωχά, πολύ φτωχά
πράγματα στα μάτια του προϊδεασμένου
επισκέπτη, που φέρνει μαζί του σαν
αποσκευή το ίνδαλμα της αίγλης, του
πλούτου και της δόξας του
πολυτραγουδημένου πρώτου άλλοτε
εμπορικού μας λιμανιού. Όμως για
τους Γαλαξιδιώτες τα λίγα αυτά
εκθέματα είναι πλούσια˙ σημαδεύουν
κέντρα αναμνήσεων, σωσίβια μορφών
ζωής τα ίδια, αχνόφωτα θυμίζουν
παλαιικές στιγμές χαράς, τραγουδιού,
ψυχικής ευφορίας.
Το Γαλαξίδι, δεμένο στενά με την
ελληνική, τη ρουμελιώτικη χώρα
στάθηκε πάντοτε αντινησιωτικό στη
φυσιογνωμία και το ρυθμό της ζωής.
Τα καράβια του, που αρμένιζαν
περήφανα στις θάλασσες της Μεσογείου
και πέρα από το Γιβραλτάρ, όσο κι αν
τρυγούσαν το νέκταρ της
«λιμανιώτικης ζωής», ποτέ δεν έγιναν
παράγοντες μεταμόσχευσης στο
Γαλαξίδι ξενότροπων εθίμων και
τρόπων ζωής. Το χρώμα και ο παλμός
του Γαλαξιδιού δείχτηκε πάντοτε με
πληρότητα ρουμελιώτικος.
Τούτου του σήμερα μαραμένου
Γαλαξιδιού
γόνος, ανάθρεμμα και
καθρέφτης είναι ο Σπύρος Βασιλείου.
Ατόφιο στοιχείο, οργανικά ενωμένο με
τον τόπο του. Το βλέπουμε στους
πίνακές του (πάνω από 5500!), τις
αγιογραφίες του, τα σχέδια, τα
σκηνικά, στις σκηνογραφίες του, στα
χαρακτικά του, τα γραπτά του, τη
μεγάλη του φήμη ως πολυσχιδούς
καλλιτέχνη.
Στη Γκαλερί «Ζυγός» είδαμε το 1956
μια συναρπαστική έκθεση έργων του με
θέματα
παρμένα από την Αίγινα.
Κάποιοι τεχνοκριτικοί τότε τον
αποκάλεσαν «Ζωγραφικό ποιητή της
Αίγινας», γιατί πράγματι όλες οι
συνθέσεις του-τοπία τραγουδούσαν με
ποιητική χάρη τον ελληνικό χώρο και
ιδιαίτερα τον τόπο. Αβίαστα έμπαινες
στο νόημα του κάθε πίνακα, όσο
αμύητος στα μυστικά της «τέχνης» και
να ήσουν. Γιατί η κάθε σύνθεση σού
έδειχνε ένα τοπίο πολύ γνωστό σου,
έστω κι αν στην πραγματικότητα να
μην το είχες ιδεί ποτέ σου. Τα
ανέφελα, ζωηρά κι απαλά χρώματα σε
βοηθούσαν στη μελέτη του πίνακα,
γιατί δημιουργούσαν μια διάφανη
ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία η
ανθρώπινη παρουσία έπαιζε πολύ μικρό
ρόλο, καθώς επίσης, σχεδόν ανύπαρκτο
ήταν και το νεκρό στοιχείο.
Αντικείμενα της χαμοζωής σε ένα
αέρινο χορό, απλά γραφικά σκεύη, το
συμπαθητικά απαλόγραμμο
ρωμαίικο σπιτονοικοκυριό, η
ταβέρνα της γειτονιάς, το διπλανό
καφενείο, τα έρημα στενορύμια, οι
θλιμμένες ακρογιαλιές, οι ακύμαντες
μέσα σε μια θεϊκή εγκατάλειψη και σ’
ένα υποβλητικά σιγανό τραγούδημα,
ήταν τα σημεία, που τραβούσαν την
προσοχή σου
στη «μελέτη» του θέματος.
Έφευγες από την έκθεση νιώθοντας
πολύ δικό σου εκφραστή τον
καλλιτέχνη. Είχες την επιθυμία να
τον ευχαριστήσεις, γιατί σου έκαμε
τη χάρη να εκφράσει για λογαριασμό
σου
μερικές αποφασιστικές στιγμές
του υποσυνειδήτου κόσμου σου.
Πέρυσι είδαμε ξανά έκθεση 65
ζωγραφικών έργων του, που τη έκαμε
πάλι στη αίθουσα του «Ζυγού» με την
ευκαιρία μιας οικογενειακής του
επετείου. Και εδώ πάλι τα ίδια
θέματα. Έχει αναφαίρετο δικαίωμα, μα
και χρέος, ο καλλιτέχνης να κινείται
αδέσμευτα μέσα στους ορίζοντες του
δικού του «κόσμου». Δεν είναι λοιπόν
αδυναμία της καλλιτεχνικής έμπνευσης
η έλλειψη πρωτεϊκότητας. Απλά
καθημερινά περιστατικά, πράγματα της
ταπεινής και καθημερινής ζωής μας, ο
ίδιος μορφικός τόνος. Αλλά ας μη
νομιστεί ότι ο ζωγράφος μας έγινε
στατικός με την
ακόρεστη «επανάληψη» του
εαυτού του.
Εδώ τα πράγματα δεν είναι
τόσο απλά λυρικά,
τραγουδιστικά σε νότες γνώριμες και
φωτεινές, όπως στα πρώτα εκθέματα.
Αντιμετωπίζουμε πολυεδρικότητα
ουσίας. Θέματα με συμβολοποιημένη
μορφή απλωμένα σ’ ένα μεταφυσικό
χώρο, δουλεμένο «με λογισμό και μ’
όνειρο»
ακραγγίζοντας τις παρυφές της
μοντέρνας τέχνης. Όχι πως ο
Βασιλείου δέθηκε στο άρμα του
μοντερνισμού. Κάτι τέτοιο θα
αποτελούσε έγκλημα βαρύτατο, γιατί
θα σήμαινε την άρνηση του εαυτού
του. Άλλωστε, όπως και ο ίδιος
δήλωσε απαντώντας σε ερώτηση
καλλιτεχνικού περιοδικού,
παραδέχεται την ανεικονική τέχνη,
αλλά καταδικάζει το δογματικό
μοντερνισμό σαν πηθηκιστική
επανάληψη και προφητεύει: «όταν το
δόγμα θα ξεπεραστεί, όπως
ξεπερνιέται κάθε πνευματική
τυραννία, και οι τεχνίτες θα
ξανασκύψουν να ανακαλύψουν απ’ την
αρχή ένα χαλίκι, ένα αγκάθι, ένα
πρόσωπο, και θα συγκινηθούν να το
ζωγραφίσουν, θα έχουν πλουτίσει την
κασετίνα τους
με υλικά πολυτιμότερα και την
παλέτα τους με ανταύγειες απίθανες».
Οι νεοτερισμοί του λοιπόν δεν είναι
δογματικές επαναλήψεις ψυχρές κι
ανόητες. Αντίθετα είναι έργα βιώσιμα
και κολακευτικά, γιατί πηγάζουν από
τη βρυσομάνα ελληνική φύση και
μετουσιώνουν τις σφριγηλές
ανανεωτικές δυνάμεις
της ελληνικής ζωής.
Στη δεύτερη έκθεσή του αντλεί τις
εμπνεύσεις του από το Ξυλόκαστρο. Ο
Πευκιάς, τα ήρεμα ακρογιάλια, αλλού
αμμουδερά κι αλλού βραχώδη, ο
έντονος γιαλός, που φαντάζει σαν
διαχωριστικό τείχος θάλασσας και
στεριάς, η πάντα χλωροπράσινη
πεδιάδα, που «χορευτικά χύνεται προς
την πλατειά ακρογιαλιά του
Κορινθιακού», και το ονειρικό
ξαπόλυμα του ματιού αγνάντια στη
Ρούμελη, αποτελούν τα ζωγραφικά
ευρήματα του ζωγράφου-τοπιογράφου
Βασιλείου. Μα εδώ ο χρωστήρας του
αισθητοποιεί, αλυσοδένει σαν σε
καυκάσιο βράχο
τη μελαγχολία της «σιγώσης
ποιήσεως» με το γλυκόπικρο χαμόγελο
και εφοδιάζει με βούκινο τη μοναξιά.
Και δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ο
τραγουδιστής της φύσης έτσι μόνο
μπορεί να νιώθει. Της φυσιολατρίας
απαύγασμα είναι η μελαγχολία.
«Καλότυχα ποὖν’ τα βουνά, καλόημεροι
οι κάμποι ...». Το δημοτικό μας
τραγούδι βρίθει από στροφές και
στίχους τέτοιας γλυκόπικρης
μελαγχολίας. Δεν είναι φθαρτική αυτή
η μελαγχολία, γιατί είναι κράμα
πόνου για τα περασμένα
και ελπίδας για τα
μελλούμενα. Και αυτό το κράμα
καταργεί το παρόν. Γίνεται η
ζύμη για κάτι όμορφο και ζωντανό.
Για κάτι το εξόχως δημιουργικό.
Παρόν στη Ζωγραφική του Βασιλείου
είναι η την ίδια στιγμή με περίσκεψη
στάθμιση του παρελθόντος με το
μέλλον, της φθοράς με τη
γένεση, του θανάτου με τη ζωή
στην ατμόσφαιρα του τραγουδιού, της
χαράς, του κρυστάλλινου ήχου, της
αδιατάρακτης μοναξιάς. Οι
αυγοτέμπερες «Πρωί», «Η σκαλωσιά που
χάλασε τη θέα», «Η χρυσή ώρα», με
την περιστροφική σιδερόσκαλα, που
βιδώνεται περήφανα στον αέρα,
μετάγοντας σαν στον αιθέρα του
στοχασμού και της χαρμονής. Σ΄ αυτή
τη σύνθεση φαίνεται ξεκάθαρα η
νεοτεριστική τάση του ζωγράφου, να
εκφραστεί με ποιητικά σύμβολα το
πάθος της μοναξιάς- της υπεργήινης-
και του άγχους της ανύποπτης
χαμοζωής. Το «Σούρουπο» και άλλοι
πίνακες, σα δημοτικά κλέφτικα
τραγούδια ή σα βυζαντινές μελωδίες
χωρίς την παρουσία του τραγουδιστή ή
του ψάλτη, που δέθηκαν στα περασμένα
με τη συγκίνηση των απλών
ανθρώπων και ιστορούν προφητικά την
ανέλιξη
του λαϊκού μας πολιτισμού.
Πουθενά σχεδόν δεν θα βρεις στους
πίνακές του την ανθρώπινη μορφή. Και
όμως παντού νιώθεις την ανασεμιά, το
χνώτο της, τη ζεστή και έντονη
παρουσία της. Το θέμα, αναπτυγμένο
σε αυγοτέμπερα με τη γλώσσα του
Μακρυγιάννη, ξεπηδάει δροσερό,
λυρικό, μουσικό
και προπαντός διηγηματικό.
Ναι, έχει πολλά τα κοινά η τέχνη του
Σπύρου Βασιλείου
με την ειλικρίνεια και τον
πόνο του Μακρυγιάννη, με τη στυφή
γεύση του Βλαχογιάννη, με την
κατάθλιψη και τον ηρωικό
νατουραλισμό του Καρκαβίτσα. Πέρα
από το να είναι ηθογραφικά διηγήματα
τα θέματα της τελευταίας μάλιστα
έκθεσής του, με τις ιδεατές
προεκτάσεις
σαν τεθλασμένες
στο μεταφυσικό χώρο,
δείχνονται κάπως σαν φιλοσοφικοί
διάλογοι. Προβληματίζουν το θεατή
πάνω σε καίρια σημεία της
νεοελληνικής πραγματικότητας και
παρακινούν σε βυθομετρήσεις για
ανεύρεση της αλήθειας της ζωής.
Αυτό είναι το κυριότερο επίτευγμα,
που, όπως ξέρουν όλοι, όσοι
γνωρίζουν το ήθος και τη βαθύτερη
καλλιτεχνική συγκρότηση του
ζωγράφου, δεν αποτελούσε πρόθεση.
Δεν αναζητάει ο Βασιλείου. Δεν
προβληματίζεται, δεν μοχθεί για
μεταφύτευση. Απλώς υποχωρεί στις
εκρήξεις του υποσυνείδητου κόσμου
του και γίνεται ύστερα ένας
«τεχνίτης», που «καλλωπίζει» τα
δημιουργήματα του αυθορμητισμού του
μέσα σε μια ή δύο μέρες με σίγουρη
πινελιά και με χρωματική παλέτα
επιδέξιου και ανεπιτήδευτου τεχνίτη.
Τα θέματα αυτά εκπηγάζουν χειμαρρώδη
από τον κόσμο των πλούσιων και
υποσυνείδητων εντυπώσεών του από τη
νεοελληνική ζωή. Ο ζωγράφος μας
είναι ευαίσθητος δέκτης με πλατιά
μνήμη των καιρών και προικισμένος με
το ένστικτο του μέτρου και της
ουσίας. Καίτοι υποστασιοποιεί τη
μοναξιά και τη θλίψη, όμως ο ίδιος
βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου και
των προβλημάτων του καιρού του
ήρεμος, γαλήνιος και καρτερικός.
Όμως δεν ξέρουμε κατά πόσον η
τεχνοτροπία του Βασιλείου είναι
ελληνική, δηλ. κατά πόσον ο ζωγράφος
«κάνει» ελληνική τέχνη. Θα
περιπλεκόμαστε ασφαλώς με θεωρίες
μίξης και ανάλυσης χρωμάτων, με
θεωρίες σχεδίου και παραστατικής, με
μελέτες, με αγαπήματα και επιδράσεις
του ζωγράφου, δηλ. με μια υπόθεση,
που δεν προσφέρει σχεδόν τίποτε στην
ελληνική οικουμενικότητα των θεμάτων
του, αν θέλαμε να αποτιμήσουμε την
εθνική πατρότητα
της τεχνοτροπίας του με τις
κατηγορίες της Ιστορίας της Τέχνης.
Άχαρι και στείρο έργο μπροστά στη
σφύζουσα και κρουνοστάλαχτη ζωντάνια
των πινάκων του.
Ο Σπύρος Βασιλείου είναι
Γαλαξιδιώτης, είναι Ρουμελιώτης
ζωγράφος της χαμοζωής των
απλών ανθρώπων και αγιογράφος
των εκκλησιών τους. Γι’ αυτό δεν θα
μπορούσε παρά να συνταιριάσει
στη ζωγραφική του την
ποιητική μουσικότητα του δημοτικού
μας τραγουδιού με την εικονογραφική
μυστικότητα του Βυζαντίου, την
αφοπλιστική ειλικρίνεια του
ρουμελιώτη πολεμιστή με τον καημό
του θαλασσοδαρμένου καραβοκύρη, η
οποία ζωγραφική
εγκλώβισε
τις μνήμες
και τις ελπίδες ενός
ολόκληρου λαού σε μια ναυτική
πινακοθήκη, την περήφανη μοναξιά του
φαλακρού και κουρεμένου Παρνασσού,
το ήρεμο μεγαλείο
με την πικρή γεύση της
ανάμνησης του σαπισμένου καραβιού,
την ελπίδα πως οι άνθρωποι, που με
θλίψη αποκρύβει πίσω από τα
πράγματα, οι άλλοι που περπατούν ή
κάθονται μονάχοι τους σε κάποια
ερημιά, θα πάρουν φτερά, θα
λυτρωθούν απ’ τα καυκάσια δεσμά
τους, για να γίνουν το φως του
ήλιου, οι φωνές των άστρων, το
κελάηδημα των πουλιών, το κελάρυσμα
των κρυστάλλινων νερών της
δροσοπηγής, οι χαρμόσυνοι και
λαίμαργοι τρυγητές
των αγαθών του Θεού.
Το άγχος της καθημερινότητας και η
αγωνία της χαμοζωής, μακριά από τα
δεσμά του ακαδημαϊκού δογματισμού ή
του λογικού νεοτερισμού, είναι το
μήνυμα της τέχνης του Σπύρου
Βασιλείου. Καθαρά ελληνικό, αιώνια
σύγχρονο, μήνυμα καρτερίας και
απαντοχής. Καθαρά ρουμελιώτικο.
Για όλα αυτά ο Βασιλείου έγινε
ζωγράφος του ελληνικού σπιτιού κι
είναι από τους λίγους, που με τους
τοπιογραφικούς του πίνακες κατέκτησε
το ελληνικό σαλόνι.