Μνήμες και αναδρομές : 

O υποπτέραρχος Ιωάννης Γ. Τσίρκας

«Η ζωή μου στην Αεροπορία θεωρώ ότι ήταν κοπιαστική μεν, αλλά την ευχαριστήθηκα σαν ένα όμορφο κι επικίνδυνο σπορ»

Γράφει ο Δημοσθένης Γ. Γεωργοβασίλης

Γενάρης 1946. Κάθε πρωί, γέμιζαν οι κεντρικοί δρόμοι του Αγρινίου από τις καπνεργάτριες, που κροταλίζοντας πάνω στο χώμα τα τσόκαρά τους, κατηφόριζαν για το μεροκάματο στις καπναποθήκες του Παναγόπουλου ή του Παπαστράτου. Κείνη την ώρα, και τα ξυπόλυτα γυμνασιόπαιδα από την Αβώρανη ή την Καμαρούλα αραδιαστά ή σε ομάδες, πήγαιναν στο σχολειό τους. Τότε περνούσε έξω από το παμπάλαιο και ετοιμόρροπο σπίτι της Κυρά –Πηνιώς Δαγκλή κατηφορίζοντας κι αυτός την οδό Καρπενησίου, μόνος, χωρίς άλλη συντροφιά, κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά του μερικά βιβλία και τετράδια, κοντοπαντελονάς και ξυπόλυτος, όπως οι περισσότεροι, και ο Γιάννης Τσίρκας. Τον έβλεπα, λιγνό και λυγερό, να προχωρεί σκυφτός και σαν διαλογιζόμενος. Περπατούσε αυτοσυγκεντρωμένος κι επαναλάμβανε νοερά τα μαθήματά του. Ήταν μια συμπαθέστατη περίπτωση. Γνωριστήκαμε και συχνά κάναμε παρέα, αν και δεν φοιτούσαμε στο ίδιο τμήμα.

 

Χειμώνας 1948. Ήμασταν γείτονες και συμμαθητές, με τον καιρό γίναμε και φίλοι.... Βροχές, πλημμύρες και χιονιάς, αλλά καθώς έπεφτε το σκοτάδι, παγερός φόβος σκέπαζε το Βραχώρι και σιδέρωνε τις ψυχές, μη λάχει και μπουν στην πόλη οι αντάρτες. Το Νοέμβριο είχαν κατεβεί μέχρι την Παραβόλα, όπου έσφαξαν τρεις χωροφύλακες και πήραν όμηρους τέσσερις άνδρες και δύο γυναίκες. Η αλληλοσφαγή των Ελλήνων για τρία ολόκληρα χρόνια, οι διωγμοί, οι ξυλοδαρμοί, οι φυλακές, οι εξορίες και η πολύσπορη τότε Ελλάδα αιμορροούσα πέθαινε ως Ραχήλ κλαίουσα τα τέκνα της.

Τα Αγρινιωτάκια, καλοντυμένα και καλοθρεμμένα, προχωρημένα στα γράμματα, γιατί τα σχολειά τους είχαν πάντα δασκάλους, αλλά και κάποιοι πιο μορφωμένοι στο οικογενειακό τους περιβάλλον τα βοηθούσαν, αρχικά μάς «σνομπάριζαν» εμάς, τα χωριατόπουλα, τα ξυπόλητα και τα πεινασμένα. Ο Γιάννης Τσίρκας πολύ ενωρίς απέδειξε στους συμμαθητές του όχι μόνο επίζηλη επιμέλεια και συμπάθεια, αλλά και φιλία. Στην τάξη τον επιβράβευαν και οι καθηγητές του. Πρόθυμος να βοηθήσει αδύνατους συμμαθητές του στη λύση των προβλημάτων, στη εξήγηση των αρχαίων κειμένων, στη Γραμματική, στο Συντακτικό, τακτικός ακροατής στο Κατηχητικό Σχολείο, αγαπήθηκε και για τον πράο και φιλάλληλο χαρακτήρα του.

* * *

Αποφοίτησε το 1951 με έξοχη επίδοση στα μαθήματα. Έλα όμως που οι δρόμοι για τα ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα ήταν φραγμένοι γι’ αυτόν από τα συρματοπλέγματα και τα οδοφράγματα της κυρα-δέσποινας κι ανταρτομάνας, της Φτώχιας! Αναζήτησε κάπου πρόχειρη δουλειά, από όπου κατάφερε να αποταμιεύσει τα ναύλα για μετάβασή του στην Αθήνα, όπου το 1952 πήρε μέρος στις εισαγωγικές εξετάσεις της Σχολής Ικάρων.

Υποψήφιοι εκείνη την εποχή 853 για 45 θέσεις. Και ο Γιάννης Τσίρκας, καίτοι για ένα ολόκληρο χρόνο είχε εγκαταλείψει το διάβασμα, τώρα και χωρίς φροντιστήρια, χωρίς καμιά βοήθεια, πέτυχε μεταξύ των πρώτων. Η Σχολή Αεροπορίας καθώς και ολόκληρο το στράτευμα είχε αναδιοργανωθεί με βάση το αμερικανικό σύστημα. Καψόνια, τιμωρίες, πειθαρχείο, φυλακή, ακόμα και στρατοδικείο και κοντά σ’ αυτά ο αυταρχισμός «παντός ανωτέρου προς πάντα κατώτερον» ανέβαζε το δείκτη της παράνοιας στους απορρώγες βράχους της αυτοκτονίας. Η εκπαίδευση εντατικότατη με εγερτήριο στις έξι το πρωί και κατάκλιση στις δέκα το βράδυ. Αλλά ο νεαρός Ευρυτάνας θυμόταν το όμορφο χωριό του, τη Δομνίστα, από όπου οι θηριωδίες του εμφυλίου των Ελλήνων ξερίζωσαν την οικογένειά του, έβρεχε το προσκέφαλό του με τα δάκρυά του, ψιθύριζε ικετευτικά το «αφήστε με κυρ δεκανέα να πάω στο χωριό μου» κι αποσταμένος αποκοιμόταν, για να γαληνέψει την ψυχούλα του με τα μαγνάδια του ονείρου.

Σε λίγους μήνες άρχισε η εκπαίδευση στον αέρα. Τώρα τα μάτια του Γιάννη Τσίρκα υγραίνονταν από θαυμασμό, καθώς έβλεπε από τα ύψη των αγγέλων τα θαυμάσια της Γης και προσευχόμενος για την ειρήνη του κόσμου, θυμόταν τον εκστασιασμό του προφητάνακτα Δαβίδ και πασίχαρος αναφωνούσε: «Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε»! Και η τρέλα της στρατιωτικής ζωής μεταλλασσόταν σε αναβρυτικό ενθουσιασμό και έρωτα αιθεροπλάνο.

Εκείνη την εποχή η Αεροπορία διέθετε μόνο ελικοφόρα σκάφη, από τα οποία ελάχιστα ήταν καινούργια, αφού σχεδόν όλα προέρχονταν από «αμερικανική βοήθεια». Η τεχνική υποστήριξη και συντήρηση των σκαφών έπασχε από το πλημμελώς εκπαιδευμένο προσωπικό. Και τα δυστυχήματα με απώλεια της ζωής εκπαιδευτή και εκπαιδευόμενου άρχιζαν κι όλας μέσα από την περίοδο της φοίτησης. Είχαμε θρηνήσει το 1940 στον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο τον αφανισμό του Γεωργίου Καρναβιά, ηρωικού αεροπόρου από το Καινούργιο, που χάθηκε μαζί με το σκάφος του στα βάθη του Ιονίου πελάγους, αλλά ήμασταν υπερήφανοι, γιατί ο θάνατός του τον καθαγίασε στον ιερό βωμό της πατρίδας. Τώρα όμως ο θρήνος γινόταν εφιάλτης. Ο Αποστόλης Τσιανίκας από την Μαντάνισσα, μαθητής της Σχολής Ικάρων, έπεσε με το αεροπλάνο του και πνίγηκε στα νερά της λίμνης Βόλβης. Κι άλλοι κι άλλοι. Ακόμα και ο μικρότερος αδερφός του Γιάννη Τσίρκα, ο Θόδωρος, κι αυτός αεροπόρος, χάθηκε με το αεροπλάνο του κοντά στη Λάρισα. Αλλά ο Γιάννης δεν ήταν μόνο μετρημένος και μελετηρός, ήταν και τυχηρός.

Μόλις ονομάστηκε ανθυποσμηναγός, τοποθετήθηκε αμέσως στο Σέδες της Θεσσαλονίκης, σε πολεμική μοίρα spit- fires, η οποία είχε ως αποστολή την προστασία των βορείων συνόρων της Χώρας. Πολλά και πανύψηλα τα βουνά. Άνεμοι σαρωτικοί και χιονοθύελλες μανιασμένες. Και το πνιχτό κλάμα με τον κοφτό λυγμό για τον αδικοχαμένο φίλο και συνάδελφο, που απογειώθηκε σαν τυφώνας για την ασφάλεια της χώρας και δε βρέθηκαν ποτέ ούτε τα κόκαλά του!

Εκείνο τον καιρό έφταναν στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας και τα πρώτα δεκαοχτώ αεριωθούμενα σκάφη. Οι Ανώτεροι διάλεξαν τους καλύτερους πιλότους να τους εκπαιδεύσουν γι’ αυτά. Ο Γιάννης Τσίρκας επιλέχτηκε μεταξύ των πρώτων. Σε λίγο, πετώντας σε ύψη πρωτόγνωρα και με ιλιγγιώδη ταχύτητα, έφευγαν οι εκπαιδευμένοι πιλότοι για το νέο αεροδρόμιο, που είχε μόλις κατασκευαστεί στη Λάρισα. Εκεί η πτητικότητα ξεπέρασε κάθε υπολογισμό. Και δυστυχώς από τους 19 χειριστές μέσα σε δύο χρόνια χάθηκαν οι 10!

Το 1956 το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας αποφάσισε να εγκαταστήσει στα βουνά Μοίρες ραντάρ. Για πρώτη φορά είχαμε ακούσει γι’ αυτά τα θαυμαστά εργαλεία στο σχολείο από τον καθηγητή της Φυσικής, ο οποίος όμως δεν ήταν και επαρκώς κατατοπισμένος. Τώρα όμως ο Γιάννης Τσίρκας εκλέχτηκε μεταξύ επτά συναδέλφων του να συγκροτήσει και εγκαταστήσει την πρώτη Μοίρα ραντάρ στο Χορτιάτη της Θεσσαλονίκης. «Δύσκολη δουλειά να συγκροτείς μια Μονάδα από την αρχή. Και ακόμη δυσκολότερη, όταν μιλούμε για βουνό, που δεν το γνωρίζεις». Η Μοίρα του Χορτιάτη έγινε σχολείο για την εκπαίδευση δύο άλλων Μοιρών, που εγκαταστάθηκαν στο Πήλιο και στην Πάρνηθα. Μετά από δύο χρόνια οι χειριστές αυτοί επανήλθαν στις Μοίρες των αεροσκαφών.

Αλλά ο Γιάννης Τσίρκας έπρεπε να οργανώσει το νέο αεροδρόμιο στη Σούδα της Κρήτης. Μεγάλη ευθύνη, αλλά και μόχθος άμετρος. Όμως - έτσι γίνεται συχνά - ο κ. Προϊστάμενος, όταν σε δει πρόθυμο και αδιαμαρτύρητα αποτελεσματικό, δυναμώνει την όρεξή του και για «ξεκούραση» σε ανταμείβει με . . . ακόμα σκληρότερα καθήκοντα. Έτσι κι ο Γιάννης Τσίρκας μετατέθηκε στη Σχολή Ικάρων ως εκπαιδευτής για την εναέρια εκπαίδευση των μαθητών, μέρα και νύχτα, και συνάμα και ως καθηγητής θεωρητικών μαθημάτων. Το 1962 στάλθηκε στην Αλαμπάμα των ΗΠΑ, για εκπαίδευση στη Σχολή Διοικητών Μοιρών.

Όταν μετά από ένα έτος επέστρεψε στην πατρίδα, τον περίμενε η μετάθεσή του στα αεροσκάφη F – 104 G. Εκείνα τα σκάφη είχαν θάψει πολλούς πιλότους, τόσο που οι Αμερικανοί τα είχαν ονομάσει «widow maker», δηλ. έκαναν χήρες τις παντρεμένες γυναίκες, και οι Γερμανοί τα είπαν «ιπτάμενα φέρετρα». Κι όπως οι Αρχαίοι ως θύματα στις θυσίες προς τους θεούς πρόσφεραν τα «ακροθοίνια», δηλ. ό, τι εκλεκτό προϊόν τούς είχε χαρίσει ο ενιαυτός, έτσι και το Γ.Ε.Α. διάλεξε για το βωμό του Μολώχ 25 από τους καλύτερους νεαρούς χειριστές, που διέθετε το στράτευμα. Οι χειριστές αυτοί όμως βλέποντας το νέο σκάφος, που έμοιαζε με πύραυλο, και διαπιστώνοντας όχι ήταν ένα μηχάνημα για πτήσεις παντός καιρού και με υπερηχητική ταχύτητα και δυνατότητα ανυψώσεως μέχρι 80.000 πόδια, δηλ. σχεδόν 25 χιλιόμετρα πάνω από την επιφάνεια της Γης, όχι μόνο δεν φοβήθηκαν, αλλά μεταρσιώθηκαν! Όμως και αυτά τα «θαυμάσια σκάφη», που προορίζονταν για «πυρηνικές ρίψεις», έθαψαν έξι άριστους χειριστές!

Στη συνέχεια ο Γιάννης Τσίρκας έρχεται για ένα χρόνο στη Σχολή Πολέμου Αεροπορίας, και για δύο χρόνια μετατίθεται στο ΓΕΕΘΑ ως επιτελής·  τον Αύγουστο του 1970 τοποθετήθηκε ως Διοικητής Μοίρας F – 104 G στον Άραξο, ενώ το 1971 ως επιτελής στο ΓΕΑ.

Εκείνη τη χρονιά, πάλι Αύγουστο μήνα, καταμεσήμερο, έτυχε να περνάω από την πλατεία της εκκλησίας του Αγίου Αντωνίου στα Πατήσια. Σε διπλανό δρομάκι, στον ίσκιο των δένδρων, πέτυχα το Γιάννη Τσίρκα σε ένα τρυφερό τετ—α - τετ με συντροφιά του μια χαριτόβριτη νεαρή δεσποσύνη. Εκείνη η ομορφονιά έγινε στη συνέχεια η σύντροφός του και μητέρα των δύο καλών παιδιών του. Είχα να τον ιδώ για είκοσι ολόκληρα χρόνια: λεπτός, με ύφος εργαστηριακού ερευνητή ή ευπατρίδη, αλλά πάντα χαριτωμένος με ευγενική έκφραση και αέρα πετυχημένου. Με νεύμα, που δεν το παρατήρησε η όμορφη συντροφιά του, του εξέφρασα την ευαρέσκειά μου. Αποχαιρετιστήκαμε βιαστικά κι ευχηθήκαμε αμοιβαίως να ξανασυναντηθούμε γρήγορα, γιατί είχαμε πολλά να πούμε. Και να πώς τα έφερε πάλι η ζωή: Ύστερα από 30 χρόνια να ξαναβρεθούμε, αλλά σε συνεστίαση των συμμαθητών μας στα 50 χρόνια από την αποφοίτησή μας!

* * *

Ήμασταν λοιπόν καλοί φίλοι με το Γιάννη από τα μαθητικά μας χρόνια. Μέχρι τότε που αποφοιτήσαμε από το Γυμνάσιο, εμείς στεριανοί ή βουνίσιοι, δεν είχαμε ιδεί ποτέ από κοντά θάλασσα και δεν ξέραμε τη γεύση του θαλασσινού νερού. Αλλά εμείς που ανατριχιάζαμε και δακρύζαμε διαβάζοντας ή ακούγοντας διηγήσεις για την ηρωική Έξοδο των Μεσολογγιτών, δεν είχαμε ευτυχήσει ποτέ μέχρι τότε να πάμε προσκυνητές του Ηρώου. Γι’ αυτό συμφωνήσαμε τρεις συμμαθητές, τρεις φίλοι, τρία παιδιά. Ο Γιάννης Τσίρκας, ο Δημήτρης Σιακαβέλας, επίσης παιδί της Δομνίστας, και ο Παραβολιώτης ιστοριστής τούτων των παιδιών της Δομνίστας, κι αποφασίσαμε να πάμε στο Μεσολόγγι το Σάββατο του Λαζάρου. Φορέσαμε τα καλά μας, γυαλίσαμε το μαθητικά μας πηλήκια, βερνικώσαμε και τα υποδήματά μας, πήραμε στο μαντήλι λίγο ψωμοτύρι και μεσημέρι κατεβήκαμε στο σταθμό του τραίνου. Κόσμος πολύς περίμενε την αναχώρησή του. Η μηχανή βρισκόταν στο μηχανοστάσιο, όπου την ανεφοδίαζαν με πετροκάρβουνο. Σε λίγο ο σταθμάρχης θα σφύριζε την αναχώρηση. Πηδήσαμε κι εμείς ως λαθρεπιβάτες και πιαστήκαμε πίσω από το τελευταίο βαγόνι. Στο Δοκίμι, στα Καλύβια, στο Αγγελόκαστρο, στη Σταμνά κι αλλού, μόλις το τραίνο έκοβε ταχύτητα να κάμει στάση, πηδούσαμε με τη σβελτάδα των δεκαοχτάχρονων και κρυβόμασταν, ώσπου να ξανακούσουμε σφύριγμα αναχώρησης.

Στο Μεσολόγγι δεν αφήσαμε δρόμο και στενορύμι, που να μην το γυρίσουμε. Ανάψαμε κεράκι στον Αη-Σπυρίδωνα για τις ψυχές των Εξοδιτών. Κι ενώ ο Δεσπότης, ο Ιερόθεος, έψαλε στον Εσπερινό το «Φως ιλαρόν αγίας δόξης», εμείς δακρύζαμε βλέποντας στο πρόσωπό του τον Ιωσήφ Ρωγών να πυρπολεί τις ψυχές μας. Το ηλιοβασίλεμα κατηφορίσαμε στην Τουρλίδα. Γαληνεμένη η λιμνοθάλασσα και γιομάτα τα λιβάρια με ψάρια, τα ξυλοκάλυβα χτισμένα πάνω στη θάλασσα και οι ψαράδες με τα πριάρια να ρίχνουν δίχτυα ή απόχες. Πέρα εκεί στεφάνωναν τη λιμνοθάλασσα το Βασιλάδι, η Κλείσοβα και ο Ντολμάς. Νύχτωνε και πίσω από τη Βαράσοβα ανέβαινε ολόχαρο το ανοιξιάτικο φεγγάρι. Με το φως του και την αντιλαμπή των φανών της λαμπαδηδρομίας θα γυρίσουμε ξανά στους μεγάλους δρόμους της πόλης και θα ξενυχτίσουμε, νηστικοί και διψασμένοι, μέχρι την αυγή. Και καθώς έτσι ξενηστικωμένοι περνούσαμε από ένα μαγειρείο, που είχε την επιγραφή «Βλάχος ο ορφανός», κι από μέσα άχνιζε στα πιάτα ο πρωινός πατσάς, που γεύονταν οι τυχηροί παρωρίτες, ο Γιάννης που ήξερε απέξω το «Μπαταριά» του Μαλακάση, άρχισε να απαγγέλλει: «Ο Μπουκουβάλας ο μικρός κι ο Κλης του Τσαγκαράκη κι ο Νίκος του Βρανά, Σάββατο βράδυ κάποτε τώριχναν στο μεράκι στου Βλάχου κουτσοπίνοντας κρυφά...». «Λες τούτο το καπηλειό να είχε στο νου του ο ποιητής;» ρώτησε ο Δημήτρης Σιακαβέλας προσθέτοντας: «Μπα δε μοιάζει» κι αναστέναξε ψιθυρίζοντας. «Αι και νά μασταν κι εμείς αρχοντόπουλα!»

Και πριν αρχίσει η παρέλαση και πάνε οι επίσημοι στο Ηρώο, φροντίσαμε να προωθηθούμε εγκαίρως, ώστε να είμαστε κοντά την ώρα της θυσίας. Η στήλη, που από κάτω της είναι θαμμένη η καρδιά του Λόρδου Μπάιρον, ο τάφος του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, τάφοι πολλών άλλων ηρώων και τέλος κοντά στο Ηρώον ο τάφος του Μάρκου Μπότσαρη. Γύρω οι ντάπιες με τα κανόνια. Και πολλά κυπαρίσσια, δάφνες και φοινικόδεντρα. Και στη μέση επιβλητικός ο ιερός Τύμβος με τα οστά 1800 Εξοδιτών.

Λίγες μέρες νωρίτερα, παραμονή του Ευαγγελισμού, ο Γυμνασιάρχης στο σχολείο μας με διαταγή του Υπουργείου, μάς είχε προσκαλέσει τους τελειοφοίτους να γράψουμε έκθεση με θέμα: «Ποιον ήρωα της Επανάστασης του 21 θεωρείτε ως καλύτερο». Εγώ είχα δώσει τον θαυμασμό μου στον Μάρκο Μπότσαρη. Και ανάμεσα στα άλλα επιχειρήματά μου είχα παραθέσει και το ότι ο Διονύσιος Σολωμός μόνον αυτόν τον ήρωα απαθανάτισε με τη μούσα του αφιερώνοντάς του τη γνωστή ωδή. Ο Γιάννης θαύμαζε τον Κολοκοτρώνη και ο Δημήτρης Σιακαβέλας τον Καραϊσκάκη. Μα πριν αρχίσουμε την διεκδικητική και ίσως και εριστική επιχειρηματολογία μας για το μεγαλείο εκείνων των ηρώων, η φωνή του Κωνσταντίνου Τσάτσου, Ευρυτάνα στην καταγωγή, υπουργού Παιδείας τότε και εκπροσώπου της Κυβερνήσεως στις τελετές της Εξόδου, μας μετέθεσε σε άλλο κρισοδικείο της Ιστορίας: «Νότη Μπότσαρη, Κίτσο Τζαβέλα, Δημήτρη Μακρή! Νά ‘μαστε εδώ προσκυνητές ...» Ανατριχίλα και δέος κινούσε ερευνητικά τα βλέμματά μας ανάμεσα στα δένδρα του Ηρώου και φανταζόμασταν πως οι ήρωες αυτοί, οι δικοί μας ήρωες, μπροστά σε μάς, σάρκες από τις σάρκες τους, θα ξεθηκάριζαν το γιαταγάνι τους και υψώνοντάς το θα φώναζαν με την αγέρωχη κι επαναστατημένη φωνή τους: «Παρών! «

Τέλειωσε η τελετή, έφυγε ο κόσμος κι εμείς πήγαμε να συγχαρούμε τον καλό μας γυμναστή, τον ευγενικό και θερμουργό παιδαγωγό αείμνηστο Κώστα Χειμάρρα, περήφανοι ως μαθητές του, γιατί οι τοπικές Αρχές αυτόν είχαν διαλέξει να έχει το γενικό πρόσταγμα της τελετής, και τον παρακαλέσαμε να φωτογραφηθούμε μαζί του στη εικόνα της Εξόδου. Φωτογραφηθήκαμε δίπλα της και οι τρεις μας. Αλλά το τραίνο στις 6, το δειλινό, θα έφευγε για το Βραχώρι.

Τούτο το αλησμόνητο λουτρό της ψυχής μας θα το αμαύρωνε σε λίγο ο καπνός της μηχανής του τραίνου. Γιατί τις «θέσεις μας» άλλοι πρόλαβαν να τις πιάσουν και ο πονετικός μηχανοδηγός-ήταν απ’ το Καλεσμένο, ένα χωριό κοντά στο Καρπενήσι- μάς έβαλε λίγο πίσω από τη μηχανή, όπου ούτε ελεγκτές μα ούτε και σταθμάρχες νοιάζονταν να ψάξουν για λαθρεπιβάτες. Γιατί εκεί έπεφτε η βαρύτερη στάχτη από το φουγάρο της μηχανής.

* * *

Ο Γιάννης Τσίρκας, ανώτατος αξιωματικός, τιμημένος με τόσα παράσημα και φορτωμένος με τόση επιστήμη και πείρα, το 1980 τέθηκε σε αποστρατεία με το βαθμό του Υποπτεράρχου. Όλη του η απόλυτα επιτυχημένη σταδιοδρομία τον προόριζε να τιμηθεί και με την ανώτατη διάκριση, του Αρχηγού του Επιτελείου. Αλλά απροσκύνητος και μονώτης άνθρωπος, ίσιος κι ορθός σαν έλατος περήφανος, χωρίς «διασυνδέσεις» και «προστασίες», προτίμησε την περηφάνια του αετού παρά τον ευτελισμό του καλογιάννου. «Ως απόστρατος ασχολήθηκα με τον αεραθλητισμό. Από το 1981-1983 ήμουν Γραμματέας και Πρόεδρος της Εθνικής Αερολέσχης Ελλάδος», συμπληρώνει.

 

* * *

Φίλτατε Γιάννη! Υπέκλεψα τη συνομιλία μας και τα αισθήματά σου και χωρίς την άδειά σου τα κοινολογώ εδώ -και θέλω να πιστεύω πως τα εκθέτω πιστά «ως κάλαμος γραμματέως οξυγράφου». Πρόκειται αναμφιβόλως για «προσωπικά δεδομένα». Αλλά όταν αυτά τα δεδομένα είναι κομμάτι της ιστορίας του λαού μας, όταν αυτά είναι μαρτυρίες για τον αγώνα τον καλό των φτωχόπαιδων, των ταπεινών και ξεριζωμένων· κι όταν είναι γλυκόπικρα και τόσο γοητευτικά, που προκαλούν ακόμα και καλλιτέχνη να κάμει τη ζωή τους ποίημα, θέατρο, τραγούδι, τότε είναι χρέος και περηφάνια σου να τα διηγείσαι όχι μόνο σε γκαρδιακούς φίλους, αλλά και σ’ όλους εκείνους που ανάμεσά τους ύφανες με την ευπρεπή και αγωνιστική εφηβεία σου τα πιο ονειρώδη σου σχέδια.

«Η επιθυμία μου δεν ήταν για στρατιωτική σχολή, όμως, αφού δεν υπήρχε ούτε δραχμή για άλλη επιλογή...». Και τότε, αγαπητέ Γιάννη, συμβιβάστηκες και είπες: «Ας τη βάρκα στο κύμα όπου θέλει να τρέχει,/ ας ορίζει τ’ αέρι τιμόνι, πανί,/ τα φτερά άπλωσε πλέρια, άκρη ο κόσμος δεν έχει,/ είναι πιο όμορφοι οι άγνωροι πάντα γιαλοί», όπως έγραφε και ο Κ. Χατζόπουλος, ο Αγρινιώτης ποιητής των «Βραδινών θρύλων» και των «Απλών τρόπων». Κι αλήθεια είναι: Μήπως έπιασε και κάποιος αυτό που κυνηγούσε; Αλλά και «εδώ που έφτασες, λίγο δεν είναι». Δόξασε λοιπόν την αδελφή μας τη ζωή, που μαζί με την άγια Φτώχια σού δώρισαν την αγαθή τύχη γι’ αυτό το όμορφο ταξίδι στους αιθέρες, αφού αυτό ευδόκησε να είναι για σένα ένα «όμορφο όσο κι επικίνδυνο σπορ»!

Δημοσθένης Γ. Γεωργοβασίλης